Archive for Σχολή

6, μέρος δεύτερο: είμαστε ακόμα ζωντανοί


Βράδυ Δευτέρας, ώρα περασμένες 11, ώρα για ύπνο, μα έχω άλλες 8μιση σελίδες να βγάλω. Πρέπει να τις βγάλω.

Αύριο, άλλωστε, δεν έχω πρωινό ξύπνημα, τελειώσαν οι κλινικές, τέρμα η άσκηση, τέλος το 6ο έτος, πάνε τα μαθήματα, γιοκ, φινίτο λα μούζικα, σε φινί, δι εντ.

Ήταν να τελειώσει και με μωρά, τριήμερο άσκησης στη μονάδα νεογνών, εκεί που κρατάνε τα φρέσκα ροζουλά ζουμπουρλίδικα μωράκια, θα ήταν ιδανική η συμμετρία, να αρχίσει με μωρά και να τελειώσει με μωρά το καταραμένο το έτος. Χάλασε η συμμετρία, χάλασε το τριήμερο, χάλασε και το όλο κόνσεπτ μωρά-κυριολεκτικά-και-μεταφορικά, και πάνε τα σχέδιά μου να σχολιάσω τα γκομενάκια των διαφόρων ειδικοτήτων που συνάντησα φέτος. Τι να κάνουμε, τα’χει αυτά η ζωή.

Το σημαντικό γεγονός παρ’όλα αυτά είναι ότι ΤΕΛΕΙΩΣΕ το Έκτο Έτος.

Μας έβγαλε την πίστη, μας στέρησε ανθρώπους και εξόδους και κοινωνική ζωή, αλλά τελείωσε.

Και μένουμε με την μελαγχολία και τη νοσταλγία να παίρνουν, προσωρινά, την θέση του άγχους και του πανικού για το άγνωστο μέλλον.

Ας νοσταλγήσουμε, λοιπόν.

Όσο κι αν κατηγορώ το Έκτο ότι μας φέρθηκε βάναυσα, δε μπορώ να μην σκέφτομαι ότι οι δυσκολίες του μοιάζουν με τους άθλους του Ηρακλή, ή με κάποια ιεροτελεστία ενηλικίωσης κάποιας άγριας φυλής, μία ακολουθία από δοκιμασίες, με στόχο τη μεταμόρφωσή μας σε ώριμους, υπεύθυνους, αποφασιστικούς γιατρούς.

Εδώ ξεχνάμε φυσικά όλους αυτούς τους κομπλεξικούς διχασμένους καταθλιπτικούς ανέραστους δυσκοίλιους που μας βασάνιζαν για να γουστάρουν. Είναι αστείο να πει κανείς ότι αυτοί μας έκαναν σοβαρούς γιατρούς. Όχι. Άστους αυτούς.

Εδώ μιλάμε για αυτούς τους ειδικευόμενους και τους επιμελητές που για πρώτη φορά στη ζωή μας μας αντιμετώπισαν ως συναδέλφους, και όχι ως ψαρωμένους φοιτητές, μας μίλησαν ως ίσο προς ίσο, μας έδωσαν ασθενείς δικούς μας, μας εμπιστεύτηκαν και δεν τους απογοητεύσαμε. Ελπίζω. Δεν ήταν πολλοί, αλλά ήταν αρκετοί. Ήταν όσοι χρειαζόμασταν. Όσοι εγώ χρειάστηκα. Ο Π, ο Λ, η Θ, και η Ε. Το ζήσαμε αυτό στο Έκτο Έτος.

Και μεταξύ ασθενών και ευθυνών, ζήσαμε σκηνές βγαλμένες από το σινεμά, τα σίριαλ, τα βιβλία. Η ζωή μιμείται την τέχνη και η τέχνη μιμείται την ζωή και η ζωή είναι τέχνη και η τέχνη είναι ζωή. Μόνο η τέχνη μπορεί να εκφράσει το συναίσθημα που βιώνεις όταν βλέπεις ένα μωρό να γεννιέται. Να σπρώχνει η μάνα, να φωνάζει, να χέζει, ο γυναικολόγος να χώνει τις δαχτυλάρες του σε μέρη που δεν θες να πλησιάζει ένας άγνωστος, έχει και τρεις φοιτητές πάνω απ’το κεφάλι της, αυτό της έλειπε τώρα, και σπρώξε σπρώξε βγαίνει το μωρό, βάζει και τα κλάμματα, και εσύ, εγώ, να σφίγγεσαι να μην κλάψεις, γιατί το δέος είναι τέτοιο που με το ζόρι συγκρατείς τα δάκρυα, κι ας είναι απέναντί σου μία εξαντλημένη άγνωστη, δύο μαίες, η αναισθησιολόγος, συμφοιτητές, ειδικευόμενοι, και ο καθηγητής σου. Το ζήσαμε αυτό στο Έκτο Έτος.

Κι αφού μάθαμε καλά το θαύμα της ζωής και της γέννησης, πήγαμε να μάθουμε και το μυστήριο του θανάτου. Μυστήριο, κυριολεκτικά. Δεν ξέραμε γιατί και πώς και το ψάχναμε. Στοιχειώδες, αγαπητέ μου Γουάτσον. Το ζήσαμε κι αυτό στο Έκτο Έτος.

Αυτά για την γυναικολογία, την παθολογία, και την ιατροδικαστική. Στις άλλες κλινικές τα πράγματα ήταν πιο αλαφριά, ράβοντας, ας πούμε, τραύματα στην χειρουργική, τι ωραία που ήταν, ένιωθες επιτέλους λίγο χρήσιμος. Στην ψυχιατρική έμαθα πως είναι τρελοί αυτοί οι Ρωμαίοι. Τα στερεότυπα είναι πάρα πολλά και από πού να αρχίσει κανείς να απομυθοποιεί. Στην παιδιατρική γέλασα αφάνταστα με το μέγα δράμα που βιώνουν τα παιδιά όταν πλησιάζει σε απόσταση μικρότερη των πέντε μέτρων παιδίατρος. Είναι σαν να πατάς κουμπί. Απόσταση 4 μέτρα και 99 εκατοστά κλάμα, κραυγές, φωνές, υστερίες, πανικός, κλωτσιές, μπουνιές, σφαλιάρες. Απόσταση 5 μέτρα και 1 εκατοστό ηρεμία και ησυχία. Θυμίζει ανέκδοτο, πόσοι παιδιάτροι χρειάζονται για να εξετάσουν ένα τρίχρονο που δεν θέλει να εξεταστεί;

Τα ζήσαμε κι αυτά στο Έκτο Έτος.

Αρκετή νοσταλγία για σήμερα.

Το Έκτο ήταν τόσο γεμάτο όσο τα προηγούμενα πέντε χρόνια μαζί με δημοτικό, γυμνάσιο, και λύκειο.

8,5 σελίδες ακόμα.

ΕΡΧΕΤΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ


Έρχεται το τέλος, το τέλος πλησιάζει, τρέξτε να σωθείτε!

the end is nigh

Βγήκα πρόσφατα. Δεν το ήθελα, έπρεπε, κάπως πρέπει και να διατηρήσω στοιχειωδώς σχέσεις με άλλους ανθρώπους, δεν είμαι ακόμα έτοιμη να γίνω εξολοκλήρου ερημίτης. Ήταν Πέμπτη βράδυ και στοργικά η φίλη μου με ρώτησε τι ώρα πρέπει να είμαι στο νοσοκομείο αύριο. Ξέρει πως πρωινό ξύπνημα και ξενύχτι την προηγούμενη για μένα είναι έννοιες ασυμβίβαστες. Της απάντησα με έκπληξη πως δεν έχω να πάω στο νοσοκομείο την επομένη, είμαι σε διακοπές για άλλες τρεις μέρες.

«Α, ναι, είσαι φοιτήτρια εσύ ακόμα, σωστά».

Ξεπερνάω τη μαχαιριά στην καρδιά που ήταν αυτό το «φοιτήτρια», γιατί φοιτήτρια είμαι μόνο στα χαρτιά πια, προτιμώ τον όρο «ασκούμενοι» για εμάς τους εκτοετείς, είναι πιο αντιπροσωπευτικός της πραγματικότητας.

Το ξεπερνάω, λοιπόν, αυτό, και πιάνω εκείνο το «ακόμα».

ΑΚΟΜΑ.

Αλλά για πόσο;

Τελειώνουν σήμερα οι διακοπές του Πάσχα, οι τελευταίες διβδόμαδες διακοπές Πάσχα της ζωής μου. Στο μέλλον προβλέπονται εφημερίες ανήμερα αργιών, ή παραμονές αργιών, ή επόμενες αργίων, ή συνδυασμός των παραπάνω, τριήμερα ίσως, τετραήμερα, πενθήμερα αν είμαι τυχερή, αλλά δύο εβδομάδες ποτέ ξανά.

Τελειώνουν σήμερα οι διακοπές του Πάσχα και αύριο αρχίζουν οι τελευταίες 7 εβδομάδες της σχολής. Είτε πάρω το πτυχίο τον Αύγουστο είτε όχι, η σχολή τελειώνει σε εφτά βδομάδες. Δεν θυμάμαι να με έχει ξαναβασανίσει τέτοια αμφιθυμία.

Θέλω να φύγουν γρήγορα γιατί θέλω να ξεμπερδεύω με αυτή την βλακεία την αντιπαθητική παιδιατρική που δεν συμπαθώ καθόλου και είναι πολύ αντιπαθητική και γιατί θέλω να τελειώνω με τις τελευταίες υποχρεώσεις μου. Αισθάνομαι τόσο κοντά στην τερματική γραμμή που η επιθυμία να την αγγίξω κοντεύει να αποκτήσει υλική υπόσταση και να εκραγεί μέσα από το στήθος μου, σαν το άλιεν.

Από την άλλη όμως, δεν θέλω να τελειώσουν, θέλω να κυλήσουν όσο το δυνατόν πιο αργά, με τον βραδύτερο δυνατό τρόπο. Δεν θέλω να χαλάσει αυτή η γλυκιά και ευχάριστη ρουτίνα, η καθημερινή επαφή και συνεργασία με ανθρώπους που θεωρώ φίλους και, κατά τα φαινόμενα, είναι σπάνιο φαινόμενο. Δεν θέλω να χάσω αυτό το μοναδικό προνόμιο του να μην έχω την ευθύνη για τις πράξεις μου, να έχω πάντα κάποιον δίπλα μου να με καθοδηγεί και να μου λέει αν αυτό που κάνω είναι σωστό ή λάθος, να προλαβαίνει τις κοτσάνες μου προτού να είναι πολύ αργά, να συμπληρώνει τα κενά μου, να με κάνει να νιώθω ασφαλής.

Έρχεται το τέλος μίας εποχής. Μίας εποχής που ήταν κατά το ήμιση απαίσια και κατά το ήμιση φανταστική.

Έρχεται η αρχή μιας άλλης εποχής. Η οποία αυτή τη στιγμή είναι άγνωστη, τρομακτική, και μοναχική.

Κάθε τέλος είναι μία καινούρια αρχή.

Βλακείες.

Γίνεται να μείνω για πάντα μία ασκούμενη φοιτήτρια;

Για τον Μ.


Ένα ποστ μικρό και χαρούμενο αφιερωμένο σε ένα παιδί χαρούμενο.

Γιατί το ζήτησε.

Και γιατί το συμφώνησα.

Γιατί πέρασε ένα μάθημα.

Και γιατί και αυτές οι μικρές χαρές πρέπει να γιορτάζονται.

Δεχόμεθα παραγγελίες.

Στο νεκροτομείο έχουν κρεμασμένες μυγοπαγίδες.


ΔΕΝ. ΘΕΛΩ. ΝΑ. ΔΙΑΒΑΣΩ. ΑΛΛΟ.
Όχι. Φτάνει. Νισάφι. Αρνούμαι.
Βαριέμαι.
Έπηξα.
Έγκωσα.
Φτάνει.

Αύριο δίνω προφορικά παθολογία. Δεν θέλω να διαβάσω άλλο.

Σήμερα ξεκίνησα ιατροδικαστική.
Ήμουν τόσο ενθουσιασμένη. Βλέπεις, εγώ έχω δει δεκαπέντε κύκλους CSI, άλλους τόσους CSI:Miami, CSI:New York, Criminal Minds, Bones, Body of proof, Νόμος και τάξη svu, έχω διαβάσει Αγκάθα Κρίστι και Κόναν Ντόυλ, Έλις Πίτερς και Στίβεν Κινγκ, έχω δει και τον Εξορκιστή ρε παιδάκι μου. Πίστευα πως είχα μια εξοικείωση με τις ιδέες «πτώμα», «νεκροψία», «νεκροτομή», «ηλεκτρικό πριόνι».
Στερνή μου γνώση να σ’είχα πρώτα.

Φαντάσου τη μυρωδιά ενός πολυκαιρισμένου και μουχλιασμένου τυριού και πολλαπλασίασέ την με το πέντε. Κάπως έτσι μύριζε εκεί μέσα. Αλλά η μυρωδιά δεν ήταν το χειρότερο, την συνηθίζεις γρήγορα, ακόμα κι αν αδυνατούσες να πάρεις μια βαθιά εισπνοή, από αυτές που γεμίζεις τα πλεμόνια σου και το φχαριστιέσαι. Νομίζω όλη μέρα σήμερα δεν έχω πάρει μία τέτοια.

Ψέματα. Πήρα δύο τέτοιες εισπνοές σήμερα. Όταν βγήκα στο διάλειμμα και έκλεψα δύο τζούρες τσιγάρο από την Άννα. Δεν καπνίζω. Σπάνια. Μόνο απλώς το κρατάω, γιατί απλούστατα δείχνω τόσο όμορφη με ένα τσιγάρο στο χέρι που δεν γίνεται να μην κρατάω ένα. Πρώτη φορά το εσωτερικό αυτό κάψιμο και η ζάλη που το ακολουθεί ήταν τόσο λυτρωτικά. Ανάσανα.

Η μεγάλη ανατριχίλα ήρθε τη στιγμή της αφαίρεσης του φρέσκου εγκεφάλου από το κρανίο, ο ήχος που το συνόδευσε και άγνωστο το πότε θα βγει από το μυαλό μου. Αυτό το ρουφηχτό σσσλλλλρρρρπππ που κάνει και το σαλιγκάρι όταν το βγάζεις από το τσόφλι. Θαρρώ δεν θα ξαναφάω ποτέ χοχλιούς.

Έχουν περάσει σχεδόν 12 ώρες και η αμηχανία ακόμα είναι εδώ. Πώς αντιδράς σε κάτι τέτοιο τελικά; Τι είναι σωστό και τι όχι; Σεβόμαστε τους νεκρούς, το ακούμε και το ξανακούμε, μα, τέλος πάντων, πώς; Μας είπαν να μην χαζογελάμε, να είμαστε εγκρατείς. Ναι, αλλά πώς; Κι αν όχι με χαζογελάκια, πώς να διαχειριστεί κανείς ένα τέτοιο βίωμα;

Αυτά για τους πεθαμένους. Με τους ζωντανούς τι γίνεται;

«In medical school we have a hundred classes that teach us how to fight off death, but not one lesson on how to go on livng».
Meredith Grey, Grey’s Anatomy
Μην το γελάς, σαπουνόπερα ξεσαπουνόπερα, δεν έχει άδικο.

Είναι δύσκολο, γιατί είναι ψυχοφθόρο, κάθε ασθενής παίρνει και ένα μικρό κομμάτι ψυχής, το καταναλώνει, και το πετάει, συνήθως, όχι πάντα, κάποιοι σου λένε και ένα ευχαριστώ, κάποιοι συνεργάζονται και σ’ακούνε, κάποιοι σου κάνουν τη ζωή δύσκολη. Και πρέπει κάπως εσύ μετά, να έχεις την όρεξη να κοινωνικοποιηθείς, με ανθρώπους εκτός κλάδου βεβαίως, γιατί αλλιώς κινδυνεύεις από εμμονική διαταραχή ή ψύχωση.
Η μαμά μιας φίλης έλεγε όταν περάσαμε στην ιατρική: «γιατροί θα γίνετε, τώρα που μπορείτε να βρείτε άντρα, μετά θα τρέχετε, ή μικρός μικρός παντρέψου ή μικρός καλογερέψου».
Η γλυκούλα.
Η φίλη τον βρήκε τον άντρα πάντως.

Κι εμείς εδώ, μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας, ευελπιστούμε πως εκείνος θέλει να υπάρχει μαζί μας, ταυτόχρονα με εμάς, στον ίδιο χώρο, στο ίδιο κρεβάτι.

Και να σου πω και κάτι ακόμα; Δεν υπάρχει καλύτερο μέρος για να ερωτευτείς από το νεκροτομείο. Έρωτας και θάνατος, υπάρχει ρομαντικότερος συνδυασμός;

Το πτυχίο είναι ένας τεράστιος αιμοδιψής μεταλλαγμένος καρχαρίας που θέλει να με φάει.


κόπηκα ιστολογία ξέρεις

Σήμερα έμαθα πως πέρασα Ιστολογία.
Πέρασα.
Δεν κόπηκα.
ΔΕΝ. Κόπηκα.
Έτσι μου είπαν. Ελπίζω να μην έκανε λάθος κανείς. Ελπίζω όντως να πέρασα.
Δεν το πιστεύω ότι πέρασα.
Νόμιζα πως είχα κοπεί.
Δεν κόπηκα.

Ένα μάθημα λιγότερο για το πτυχίο.
Είμαι σε ένα βαρκάκι στο πέλαγος και με πλησιάζει ένας τεράστιος αιμοδιψής μεταλλαγμένος καρχαρίας και μόλις έκανα άλλη μία τρύπα στη βάρκα.
Τουν-τουν τουν-τουν τουν-τουν τουν-τουν τουν-τουν.

Δεν κόπηκα.

Και δεν σε είδα στον ύπνο μου.

Στον ύπνο μου είδα πως εφημέρευα στα ΤΕΠ μόνη μου, χωρίς ειδικευόμενο ή επιμελητή, και πως η ασθενής που έβλεπα είχε πάθει εγκεφαλικό, αλλά το εγκεφαλικό δεν ήταν εγκεφαλικό τελικά, γιατί ήταν λευκοεγκεφαλοπάθεια.
Τι είναι η λευκοεγκεφαλοπάθεια ρε παιδιά;

Δεν σε βλέπω όταν κοιμάμαι και δεν σε βλέπω όταν είμαι ξύπνια και σε βλέπω παντού μπροστά μου.

-Θέλεις;
-Θέλω πάντα
-Έχεις κέφι;
-Έχω πάντα
-Ίσως έρθω
-Έλα αμέσως
-Δεν θέλω
-Μην έρθεις
-Δεν έχω κέφι
-Μην έρθεις
-Ίσως έρθω
-Μην περάσεις

Τριμηνίτες ισοβίτες


Μάντεψε τι έπρεπε να κάνω αυτή την στιγμή αντί του να γράφω εδώ και να χαζολογώ στα ίντερνετς.

Να, σου δίνω τέσσερις επιλογές, μάντεψε.

1. Να διαβάζω
2. Να διαβάζω
3. Να διαβάζω
ή
4. Να διαβάζω;

Και μάντεψε τι θα συμβεί σε λίγες μέρες.

1. Δίνω μάθημα
2. Δίνω μάθημα
3. Δίνω μάθημα
ή
4. Δίνω μάθημα;

Δίνω μάθημα. Ξανά. Πάλι. Κι άλλο. Διαφορετικό. Κι όμως.
ΠΑΛΙ.
Π Α Λ Ι.

Έκτο έτος, σε παρακαλώ, ΟΧΙ ΑΛΛΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ.

Κάνω παθολογία αυτόν τον καιρό. Όσο διχασμένες προσωπικότητες ήταν οι χειρουργοί, τόσο καθλιπτικοί είναι οι παθολόγοι.
Άραγε οι εργαστηριακοί τι να είναι; Αντικοινωνικοί αγοραφοβικοί ίσως; Δεν ξέρω. Κι αν όλοι οι γιατροί είναι ψυχιατρικά περιστατικά, τότε οι ψυχίατροι τι είναι;
Θα κάνω και ψυχιατρική σε ενάμιση μήνα, θα μάθω τότε, θα σου πω.

Κατάθλιψη και μιζέρια και απογοήτευση και σιχαμάρα.

Και, ξέρεις, στην παθολογία δεν υπάρχει και αντιρρόπηση.
Στην γυναικολογία βλέπαμε τα φρέσκα μωρά κι αγαλλίαζε η ψυχή μας.
Στην χειρουργική ράβαμε κανένα δάχτυλο, απασχολιόμασταν, πέρναγε κάπως η ώρα.
Στην παθολογία, η μόνη ικανοποίηση πχια είναι να δουλεύει το μηχάνημα αερίων στο ισόγειο, για να μην τρέχεις στις άλλες κλινικές.

Απαξίωση και αγένεια και άγνοια.

-Κοπελιά, να σου πω κάτ-
-Ρωτήστε τις νοσηλεύτριες.

Αχ, αυτές οι μικρές ένοχες απολαύσεις.

Το κόλπο είναι να μην σ’αγγίζουν, η απαξίωση, η αγένεια, και η άγνοια.
Μα στην προσπάθεια να μην σ’αγγίζουν αυτά, χάνεις και την ικανότητα να σ’αγγίζουν και τ’άλλα, τα καλά.
Κάπως έτσι μάλλον γίνονται οι γιατροί απόμακροι.
Κι εμείς έχουμε συναισθήματα, κύριος.

Αύριο θα πάω το πρωί στο νοσοκομείο, θα φορέσω την βρώμικη ποδιά μου, και θα πάω να καλημερίσω τους ασθενείς μου.
Θα μετρήσω την πίεση, τις σφύξεις, τον κορεσμό του οξυγόνου, θα πάρω αίμα, και θα γράψω τα διαγράμματα. Θα παρακολουθήσω την επίσκεψη και θα πάω για μάθημα.
Ημέρα 32η.
Ημέρα της Μαρμότας.

Πώς έφτασες μωρή στο έκτο έτος;


Πώς έφτασες μωρή στο έκτο έτος;
Φυσιολογία έχεις διαβάσει;
Με πόσο πέρασες την ανατομία;
Ποιος άπλωσε τα ρούχα στην ταράτσα;

Πώς έφτασες μωρή στο έκτο έτος;
Μα καλά, δεν ρώτησες τα φάρμακα που παίρνει;
Τι είναι flushing;
Το ξάναμμα κι οι εξάψεις.

Πώς έφτασες μωρή στο έκτο έτος;
Ιστορικό γιατί δεν έγραψες;
Άσε. Άστο. Αύριο. Δεν το’χεις.
Κανένα χόμπι έχεις;

Πώς έφτασες μωρή στο έκτο έτος;
Να, πιάνουν τα χέρια μου, κύριε,
καμιά φορά φτιάχνω κοσμήματα.
Αυτό να κάνεις κορίτσι μου.

Πώς έφτασες μωρή στο έκτο έτος;
Ε, δεν θα γίνουμε κι όλοι γιατροί.
Ναι, πράγματι, κάποιοι θα γίνουμε καλλιτέχνες.
Θα γίνουμε;

Πώς έφτασες μωρή στο έκτο έτος;
Πρέπει να ξεκινήσετε δίαιτα συνάδελφε,
δίνετε κακό παράδειγμα.
Είπε ο Κύριος Κ.Καπνιστής.

Πώς έφτασες μωρή στο έκτο έτος;
Πώς θα τελειώσω κύριε το έκτο έτος;
Αγαπητέ συνάδελφε, πρέπει να κάνετε μπάνιο.
Βρωμάτε.

Πώς έφτασες μωρή στο έκτο έτος;
Το βλέπετε το δάχτυλό μου κύριε;
Καθίστε.

Η ζωή μου είναι άχαρη.

Μπούρδες.


Κανονικά εγώ τώρα θα έπρεπε να διαβάζω. Αντ’αυτού, το τελευταίο 40λεπτο, παίζω καντικράς.

Κανονικά εγώ τώρα θα έπρεπε να κάνω πολλά πράγματα. Αντ’αυτών, πηγαίνω και έρχομαι καθημερινά στο νοσοκομείο, γυρνάω σπίτι, τρώω, κοιμάμαι, ξυπνάω, πάω στο νοσοκομείο, γυρνάω σπίτι, τρώω, κοιμάμαι, ξυπνάω. Λες και βιώνω μυθολογική τιμωρία, ή την Ημέρα της Μαρμότας.

Έκτο έτος, δεν το περίμενα αυτό από εσένα.

Τουλάχιστον στην Γυναικολογία υπήρχαν τα μωρά -διπλής- και κάπως η κατάσταση γινόταν ανεκτή.

Τώρα, στην χειρουργική, βλέπουμε όλο άντερα και σάπια πόδια.

Κατάθλιψη, που λένε κι οι ειδικευόμενοι.

Μπούρδες, λέω εγώ.

Ρε. Σταματήστε να σπαταλάτε το χρόνο μας με μπούρδες.

Εσύ πόσο σεξιστής ήσουν σήμερα;


Ένα σύννεφο μοιάζει να έχει κάτσει πάνω από το κεφάλι μου τις τελευταίες εβδομάδες, μια δυσθυμία πλανάται στον αέρα και η ατμόσφαιρα μυρίζει λίγο μούχλα.

Μα προχθές, Παρασκευή, συνέβη κάτι που αξίζει να καταγραφεί, γιατί ήταν μία Πρώτη Φορά και ήταν ένα σημαντικό γεγονός.

Προχθές, λοιπόν, στα εξωτερικά ιατρεία, πρώτη φορά ασθενής με αποκάλεσε αυθόρμητα «γιατρέ μου».

Άντρας ασθενής.

Πρώτη φορά.

Αυθόρμητα.

Ματημπαναγία, ήταν αυθόρμητο.

Ήταν!

Κι εσύ τώρα, φίλε αναγνώστη και φίλη αναγνώστρια, είχες μια καούρα που εμένα με αποκάλεσε κάποιος «γιατρέ μου». (Αυθόρμητα)

Λογικό, αν δεν είσαι κορίτσι και γιατρός.

Να σου εξηγήσω, λοιπόν, για να καταλάβεις.

Οι άνθρωποι είναι σεξιστές και η κοινωνία είναι σεξιστική. Η εμπειρία έτσι λέει. Υποθέτω το υποστηρίζουν επιστημονικά και οι κοινωνιολόγοι αυτό. Ή όποιοι επιστήμονες ασχολούνται με αυτά τέλος πάντων.

Όταν, επομένως, βλέπει κάποιος μία νεαρή κοπέλα στο νοσοκομείο, αυτομάτως την (με) θεωρεί νοσηλέυτρια. Κι αν δει κάποιο παλικάρι, αυτομάτως το θεωρεί γιατρό. Πολλές φορές έχει τύχει να εξετάζω ασθενή και να έχω έναν συμφοιτητή δίπλα μου, ο οποίος κάθεται στην ακρούλα της εξεταστικής κλίνης αμέτοχος, κι ο ασθενής, απευθυνόμενος στον Άντρα Συμφοιτητή Γιατρό, και αγνοώντας πλήρως την Κοπέλα Φοιτήτρια Γιατρό που Τον Εξετάζει, ρωτάει: «γιατρέ μου, τι είναι αυτό που έχω, εξηγήστε μου».

Ακόμα και τότε που δίπλα μου ήταν νοσηλευτής, όχι συνάδελφος γιατρός, ο ασθενής αποκαλούσε τον νοσηλευτή «γιατρέ μου».

Και σκέψου ακόμα πως, οι γνωστοί της οικογένειας, που ξέρουν πως το ένα παιδί έγινε γιατρός και το άλλο νηπιαγωγός, θεωρούν αυτονόητο πως γιατρός έγινε ο γιος, ο αδελφός μου δηλαδή, και νηπιαγωγός η κόρη, εγώ. Που να έβλεπες την έκπληξή τους όταν τους διορθώσαμε.

Τέτοια προβλήματα δε βιώνω μονάχα εγώ που είμαι φοιτήτρια. Βιώνουν και οι ειδικευόμενες. Και οι ειδικευμένες. Και οι διευθύντριες ακόμα.

Είναι σκληροί οι άνθρωποι και ο σεξισμός τους.

Βεβαίως, δεν έχω τίποτα εναντίον των νοσηλευτριών ή των αντρών γιατρών ή των ασθενών ή των νηπιαγωγών ή των γνωστών. Μα το στερεότυπο και η προκατάληψη είναι σαν τον κάλο που όταν στον πατάνε πονάς. Δεν μου τον πάτησες επίτηδες, αλλά μου τον πάτησες ρε παιδί μου.

Και θυμώνω, γιατί είναι άδικο.

Και πονάει ο κάλος, γιατί η αλήθεια είναι πως μιλάμε για μία βαθύτερη ανασφάλεια από αυτή της αναγνώρισης της ιδιότητας.

Μιλάμε για την ανασφάλεια του γιατρού να κερδίσει τον ασθενή του, την εμπιστοσύνη και την συνεργασία του.

Γιατί, αν δεν με αναγνωρίζεις ως γιατρό, ασθενή μου, πώς θα αναγνωρίσεις την ικανότητά μου να ασκήσω την ιατρική πάνω σου;

Την επόμενη φορά που θα βρεθείς σε έναν χώρο υγείας, περίμενε λίγο πριν υποβαθμίσεις το κορίτσι που θα σε αναλάβει. Μπορεί όντως να είναι νοσοκόμα, αλλά μπορεί και όχι. Κι ας μην σου βγει αυθόρμητα, αρκεί να σου βγει σωστά.
Θα έχεις κάνει την γιατρό σου χαρούμενη.

Οι γυναίκες όταν γεννάνε χέζουν.


Ήμουν, που λες, τις προάλλες το απόγευμα στην Αλεξάνδρα, γιατί είχα εφημερία. Η εφημερία στην γυναικολογική κλινική για τους φοιτητές γίνεται στην αίθουσα τοκετών.

Ήμουν, λοιπόν, στην αίθουσα και φόραγα τα χειρουργικά μπυτζαμάκια και ένιωθα πολύ καταπιεσμένη και τρομερά άβολα, καθότι είμαι κωλαρού και το παντελόνι με στένευε. Πάλι καλά που η μονοχρωμία δεν τονίζει.

Στεκόμουν με τον πισινό κόντρα στον τοίχο μιζεριάζοντας για το άθλιο παντελόνι και άλλα άθλια πράγματα πάνω μου. Και τσουπ. Μια γκαστρωμένη αρχίζει να γεννάει.

Ω. Ναι.

Φαντάσου όλες αυτές τις ταινίες και τα σίριαλ που έχεις δει και πώς γεννάνε όλες οι γυναίκες σ’αυτά. Ωραία. Και τώρα ξέχνα τα.

Ο τοκετός, λέει, έχει τρεις φάσεις. Στην πρώτη περιμένεις τη διαστολή. Είναι αυτό που σπάνε τα νερά και τρέχουν όλες στα μαιευτήρια και μετά περιμένουν ώρες σ’ένα κρεβάτι βογκώντας και βρίζοντας. Στη δεύτερη ζμπρώχνεις. Αν σπρώξεις εδώ που τα λέμε, γιατί υπάρχουν κι αυτές που επιλέγουν να κάνουν καισαρική. Γιατί έτσι. Χωρίς ιατρικό λόγο. Τεμπέλες.

Και μετά το σπρώξιμο βγαίνει το μωρό. Κι αρχίζει να κλαίει. Και χαιρόμαστε που κλαίει γιατί το κλάμα σημαίνει πως αναπνέει. Κι αφού αναπνέει, ζει και όλα πήγαν καλά. Ουράνια τόξα, μονόκεροι, στρακαστρούκες, πυροτεχνήματα, αστεράκια, γαλαξίες, τετράφυλλα τριφύλλια, κομφετί, καραμέλες, ποπ κορν, κρίνα και πανσέδες, πουλάκια και πεταλούδες. Όλα αυτά. Εγώ. Που απλώς παρατηρώ. Φαντάσου η μάνα τι αισθάνεται. Αν νιώθει κάτι εκτός από εξάντληση και π ό ν ο, δηλαδή.

Και κάπου εκεί στις ταινίες δίνουν το μωρό στη μάνα και ζουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Χμ. Ναι.

Όχι.

Και ερχόμαστε στην τρίτη φάση. Εκει που περιμένεις να αιμορραγήσει η μάνα, να βγάλεις τον πλακούντα και να ράψεις. Να ρ ά ψ ε ι ς. Ξέρεις τι. Αχα. Ναι.

Κάπως έτσι που λες γεννιούνται οι άνθρωποι.

Και είναι ένα θέαμα βάναυσο και τρομακτικό, η εμπειρία ακόμα χειρότερη λογικά, και παρ’όλα αυτά σε αφήνει με έναν κόμπο και μια γλύκα και μια ανατριχίλα. Και θες κι εσύ. Και θες μιαν αγκαλιά. Είμαστε μάλλον όλοι κατά βάθος μαζοχιστές.

Αχ ναι μιαν αγκαλιά.

Ναι.

Θα ήθελα μία παρακαλώ.

Κάντε τη πακέτο, να την πάρω στο σπίτι.

Μωράκια και μονόκερους;

 

« Previous entries