Δέκα χρόνια έκανε στην Τροία ο Οδυσσέας. Κι άλλα δέκα μέχρι να γυρίσει στην Ιθάκη.
Ή κάπου τόσα, δεν θυμάμαι, πόσα ήταν, τόσα δεν ήταν, δέκα χρόνια έχουν περάσει από τότε που έκανα τον Όμηρο στο γυμνάσιο. Τριάντα το σύνολο.
Είκοσι χρόνια έλειπε, λοιπόν, ο Οδυσσέας. Είκοσι χρόνια τον περίμενε η καψερή η Πηνελόπη να γυρίσει.
Κιουρία, όμως, λέει, η Πηνελόπη.
Μία αυλή γεμάτη γκομενάκια να την φλερτάρουν, εκείνη βράχος, ο Οδυσσέας κορώνα στο κεφάλι.
Και καθόταν, λέει, στον αργαλειό, έπλεκε τη μέρα, ξήλωνε τη νύχτα.
Πιστή και αφοσιωμένη σύζυγος.
Πιστή και αφοσιωμένη μεν, χάλασε την πιάτσα δε.
Εμ, την χάλασε.
Γιατί τόσους αιώνες αργότερα, χιλιετίες, ένα γκομενάκι να ξενιτευτεί, να βγει λίγο παραέξω, έχει απαιτήσεις.
Να τον περιμένεις, να είσαι πιστή, να τον σκέφτεσαι ολημερίς, να τον ποθείς διακαώς, να απωθείς τον ανταγωνισμό.
Ε όχι, κύριος. Έχουμε κι άλλες δουλειές.
Κι αν έγραφα γράμμα, θα έγραφα πως σε σκέφτομαι και πως μετρώ αντίστροφα.
Εσύ είσαι εκεί κι εγώ είμαι εδώ και μόνο στο μυαλό μου η απόσταση αυτή παύει να υφίσταται, γίνεται χρόνος. Τα χιλιόμετρα γίνονται μέρες, η θάλασσα εβδομάδες.
100. 93. 86. 79. 72.
Δεκαεφτά και σήμερα.
Αυτά θα έγραφα σ’ένα γράμμα, αν έγραφα.
Μα δεν θα γράψω.
Γιατί έχω και δουλειές.
Δεν είμαι Πηνελόπη.