Posts Tagged ‘χαμόγελα’

Υγρό 2010.


Το 2010 ήτο υγρό, πολύ υγρό. Και κύλισε αργά και εντόνως βασανιστικά.

Και τι εννοώ όταν λέω υγρό.

Άλφα) Υγρασία. Τι υγρασία ήταν αυτή ρε μάναμ’; Έβγαινες απ’το σπίτι με μάσκα και βατραχοπέδιλα. Τα μιράντα στην κουζίνα είχαν μουλιάσει. (Κάτι που δεν ήταν και τόσο κακό, μ’αρέσουν τα μουλιασμένα μιράντα) Η πόρτα η ξύλινη είχε φουσκώσει τόσο που δεν άνοιγε. Άκουγες τα κόκκαλά σου να τρίζουν και τη μούχλα στους τοίχους να κερδίζει έδαφος.

Βήτα) Και μετά έβρεξε. Και η βρόχε έπεφτε στρέι θρου. Αγγλία γίναμε. Η νιτσεράδα έκανε απόσβεση και στην τσάντα υπήρχε δεύτερο ζευγάρι κάλτσες καβάτζα -ελπίζω να μη μου μείνει κουσούρι αυτό.

Γάμα) τα. Τα κλάματα. Εκεί που λες εγώ θα ζήσω για πάντα, ποιος χάρος και πράσιν’ άλογα, γιατί είσαι νέος, δεν ξέρεις, τότε αυτός σου δίνει μια στο κεφάλι, εις τριπλούν κιόλας, για να το καταλάβεις καλά, λες και η μία δεν είναι αρκετή. Κι ο θρήνος μπορεί να γίνει βουβός, μα στεγνός όχι.

Δέλτα) Κι αφού έβρεξε και βρόντηξε και άστραψε, έβγαλε ουράνιο τόξο και η ομορφιά του ήταν τέτοια που πάλι δάκρυσες και χαμογέλασες.

Κι επειδή ο συμβολισμός εδώ μπορεί να μην είναι σαφής, κι εγώ δεν είμαι καμιά συγγραφέας ή ποιήτρια ή καλλιτέχνις να κάνω συμβολισμούς για να τους ερμηνεύσετε όπως θέλετε, θα γίνω πιο συγκεκριμένη.

Τη χειρότερη χρονιά της ζωής μου, ύστερα από όλες αυτές τις αναποδιές και τα χτυπήματα, σκέφτηκα πως η ζωή ίσως και να είναι ωραία τελικά. Χάρη σ’αυτόν.

Το λοιπόν, πολλή υγρασία. Αν βρέχει, έχει καλώς. Τουλάχιστον ακούμε τις σταγόνες στο ταβάνι και ξυπνάει ο ρομαντικός εαυτός μας. Αλλά καλύτερος είναι ο βοριάς, μένουν  στεγνά και τα μιράντα, γιατί όταν είναι μουλιασμένα τα τρώω μάτια μου κι αυτά παχαίνουν.

Χθεσινοβραδινό όνειρο.


Ξύπνησα πάλι το πρωί με τα σημάδια από το μαξιλάρι στο μάγουλό μου. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και μέτρησα τις ρυτίδες. Έχω χάσει τον λογαριασμό πια, μετά από εξήντα χρόνια ζωής και έντεκα παιδιά το πρόσωπό σου απλώς δεν είναι το ίδιο.

Καλημέρισα τους γιους μου και τις κόρες μου. Έναν προς έναν, μία προς μία. Τρία ζευγάρια δίδυμα αγόρια, τρεις θυγατέρες μονές, δυο γιοί μονοί. Μόνο που δύο από τους οχτώ γιους μου έχουν πεθάνει. Κι ο ένας έχει φύγει. Μάζεψε τα πράγματά του και δεν γύρισε ποτέ ξανά πίσω. Κι έτσι, με τα χρόνια, τα παιδιά μου έγιναν οχτώ.

Τα αγαπώ και τα οχτώ, ανησυχώ γι’αυτά, τα σκέφτομαι, τα φροντίζω.

Όμως ο ένας μου γιος δεν είναι καλά. Αυτός που έχασε τον δίδυμό του. Από τον θάνατό του βρίσκεται σε κατάθλιψη. Έχει αποκοπεί από τον υπόλοιπο κόσμο, δε μιλάει σε κανέναν, φαντάζεται ότι ο αδερφός του είναι ακόμα ζωντανός, έχει παραιτηθεί από όλα του τα ενδιαφέροντα, έχει χάσει κάθε επαφή με την πραγματικότητα. Χθες βράδυ έβαλε εκείνο το κοστούμι που φόραγε στην κηδεία και βγήκε στο μπαλκόνι. Ο αέρας του φύσαγε το πρόσωπο και ανακάτευε τα μαλλιά του που είχαν μακρύνει τόσο πολύ πια. Χωρίς να πει κουβέντα σε κανέναν, χωρίς λόγια και γράμματα αποχαιρετισμού, αποφάσισε να συναντήσει τον αδερφό του.

Τα σχέδιά του απέτυχαν. Τον είδαν να στέκεται και αμέσως έβαλαν τις φωνές. Η καρδιά μου κόντεψε να εκραγεί, δάκρυα γέμισαν τα μάτια μου και έτρεχαν ποτάμι, τα χέρια μου έτρεμαν, τα πόδια μου είχαν κοπεί. Η γη χανόταν κάτω από τα πόδια μου. Να χάσω και τέταρτο παιδί; Η πιο δυστυχισμένη μάνα του κόσμου. Έτρεξα στο μπαλκόνι και πανικόβλητη απλώς τον αγκάλιασα και έκλαψα στην αγκαλιά του. Έκλαψα με λυγμούς που μου έκοβαν την ανάσα. Και το μέχρι τότε ψυχρό και ανέκφραστο σπλάχνο μου ξέσπασε κι αυτό σε κλάματα. Και μείναμε να κλαίμε εκεί στο μπαλκόνι, αγκαλιά, μάνα και γιος, μέχρι που ήρθαν όλα του τα αδέρφια. Αργότερα το βράδυ έφτασε και ο χαμένος γιος, ο άσωτος, ο ένατος. Είχα σώσει τον ένα γιο και είχα βρει τον άλλο.

Κάτσαμε στο ίδιο μπαλκόνι και κοιτάζαμε τον ουρανό. Είχε ξαστεριά.

Σήμερα το πρωί ξύπνησα ευτυχισμένη.

Ω, ναι. Πόσο ευτυχισμένη!

Φεγγάρια και χαμόγελα.


Τα τελευταία μου ποστ ήταν φανταστικές ιστορίες, στις οποίες κάποιος σκότωνε κάποιον άλλο. Σ’αυτό το ποστ δεν θα σκοτώσω κανένα. Θα μιλήσω για το φεγγάρι. Και το κορίτσι που περπάταγε κοιτώντας ψηλά.

Ένα ανοιξιάτικο δειλινό σαν όλα τ’άλλα το κορίτσι περπάταγε τους δρόμους της γειτονιάς της, ανέμελα, χωρίς σκοπό. Έκανε βόλτα και χάζευε στον ουρανό το φεγγάρι, σχεδόν πανσέληνος, κυκλωμένο από ένα γκρίζο σύννεφο. Ο ήλιος δεν είχε δύσει ακόμα οπότε είχε αρκετό φως για να βλέπει πού πηγαίνει και ποιος υπάρχει γύρω. Εκείνη βέβαια κοιτούσε μόνο το φεγγάρι. Με το στόμα μισάνοιχτο, σαν αποχαυνωμένη από την καθαρότητα του ουρανού και το στρογγυλό του φεγγαριού.

Ώσπου είδε ένα παλικάρι να στέκεται σ’ένα πεζούλι στην άκρη του δρόμου. Κοίταζε μία αυτή, μία τον ουρανό. Εκείνη γέλασε, της φάνηκε αστείο που κάποιος κοίταξε ψηλά επειδή εκείνη κοίταζε ψηλά. Και τότε το παλικάρι μίλησε. «Ωραίο το φεγγάρι απόψε, ε;»

Ένας άγνωστος της μίλησε. Να απαντήσει; Να του μιλήσει; Κι αυτό που της μαθαίναν οι γονείς και οι παππούδες τόσα χρόνια; «Δε μιλάμε σε ξένους». Σκέψεις που άλλοτε θα την έφερναν σε δίλημμα, τώρα διαλυθήκαν μονομιάς.

Τον κοίταξε και χαμογέλασε πλατιά. «Ναι», είπε. Και συνέχισε τον δρόμο της κοιτάζοντας το φεγγάρι.

Αν κι εσείς δείτε καμιά κοπέλα ή κανένα παλικάρι να κοιτάζει τον ουρανό, κοιτάξτε κι εσείς. Κι αν σας δει, χαμογελάστε και πείτε γεια. Χαλεποί οι καιροί που ζούμε, ας μην γίνουμε κι άλλο εσωστρεφείς.