Τι εύκολα που απαντούσα σ’αυτή την ερώτηση στο γυμνάσιο. Μου κότσαρα την ταμπελίτσα «ροκού» και ήμασταν όλοι ικανοποιημένοι.
Πώς απαντάς όμως σε τέτοια ερώτηση στα 23;
Θεωρώντας, βεβαίως, ως βάση ότι οι άνθρωποι εξελισσόμαστε όσο μεγαλώνουμε. Διευρύνουμε τα μυαλά, εμπλουτίζουμε τις γνώσεις, πειραματιζόμαστε, δοκιμάζουμε. Δεν έχουμε μείνει, δηλαδή, οι ίδιοι άνθρωποι, στάσιμοι, έτσι όπως ήμασταν όταν πηγαίναμε σχολείο. Δε συμβαίνει σε όλους αυτό ε.
Η μουσική είναι τέχνη. Ποίηση, τρόπος ζωής, τρόπος έκφρασης, νοοτροπία, άποψη, συναίσθημα, σκέψεις. Δεν περιορίζεται. Οπότε, γιατί να καταπιεστείς με ένα είδος και μία ταμπέλα;
Δε θυμάμαι ποιος, μα κάποιος είχε απαντήσει σ’αυτή την ερώτηση κάπως έτσι: Ακούω τρία είδη μουσικής. Αυτή με την οποία με μεγάλωσαν, αυτή που άκουγα ως έφηβος, και αυτή που ανακαλύπτω καθώς μεγαλώνω.
Queen, the Doors, Scorpions, Iron Maiden, Guns n’ Roses, the Beatles, Rolling Stones, Led Zeppelin, Black Sabbath, the Who. Κι άλλα τέτοια άκουγα όταν πήγαινα σχολείο. Μ’άρεσαν πολύ, καμιά φορά καθόμουν μπροστά στο σιντιπλέηερ και το κοίταζα ενώ έπαιζε μουσική και διάβαζα τους στίχους των τραγουδιών από τα βιβλιαράκια των σιντί. Ώσπου κάποια στιγμή παρατήρησα.
Άντρες. Παντού. Σχεδόν ολόκληρη η εφηβεία μου είχε σάουντρακ αντρικές φωνές από αντρικές μπάντες.
Και κάπως έτσι, ένα βράδυ της τρίτης λυκείου, μαθηματικά διάβαζα θαρρώ, το αποφάσισα. Θα έψαχνα και θα έβρισκα και θα άκουγα γυναίκες.
Πήγα το λοιπόν μετά το σχόλασμα μια μέρα στο κοντικό Μετρόπολις, εκεί στο υπόγειο, κι άρχισα να ψάχνω τα γυναικεία ονόματα. Και να σου.
Blondie.
Και τσουπ.
Patti Smith.
Ώπατης.
Stevie Nicks.
Το διάβασμα το μαθηματικών δεν ήταν ξανά το ίδιο από τότε που ένα βράδυ, περασμένες δώδεκα, έλυνα ολοκληρώματα ακούγοντας την Πάτη να ψέλνει ταΐ ταϊά. Καμιά πενηνταριά ολοκληρώματα πρέπει να’ταν που έλυσα παντελώς και βλακωδώς λάθος. Έπρεπε να τα ξανακάνω. Δε μ’ένοιαζε όμως, θα ξαναζούσα. We shall live again.
Και τότε ξες, ήμουν και δεκαεφτά μισό. Τελείωνα το σχολείο, γινόμουν ενήλικη οσονούπω. Στα όρια δηλαδή. At the edge of seventeen μου έλεγε η Στήβι, τι να’κανα, το ‘νιωθα.
Και τότε μπήκα στο πανεπιστήμιο. Και γνώρισα τη Μπεθ, την Κάρεν, την Τζόνι, την ΠιΤζεη, την Σούζι.
Κι αν ερωτεύτηκα τον Τζίμ και τον Ρόμπερτ μία φορά αυτές τις ερωτεύτηκα εκατό.
Γιατί, Τζιμ, όσες φορές κι αν μου ζητήσεις να σ’αγαπήσω, κι όσες υποσχέσεις κι αν μου δίνει ο Ρόμπερτ, η Μπεθ πάντα θα ξέρει ότι εγώ είμαι υπεύθυνη για τις επιλογές μου και η Σούζι θα μου μιλάει για μάγια και πόλεις μες στη σκόνη, θα χορεύω ξυπόλυτη με την Πάτη και η ΠιΤζεη θα εξηγεί πως γύρισε τον κόσμο όλο για να μου φέρει την αγάπη της.
Πάω να βρω την Τζόνινα ελευθερώσουμε τις ψυχές μας μαζί.
Μπορεί να φταίει το φύλο, μπορεί να φταίει το ευαίσθητο της ηλικίας, μπορεί και να υπάρχει και αντικειμενική εξήγηση, μπορεί να είναι όλα αυτά μαζί, μα σαν ακούω γυναίκα να τραγουδά ρίγος με διαπερνά και αφοσιώνομαι.
Και ξέρεις, μεγαλώνοντας, ανοίγεσαι. Ακούς και διαφορετικά πράγματα, καινούρια για σένα. Έλα, Μπίλι, Νίνα, Τζούλι, Τζόαν, κι εσείς οι υπόλοιπες, περιμένετέ με, έρχομαι ε.
Well, I woke up this morning and I got myself a beer. Άνοιξα τον υπολογιστή και μέχρι να φορτώσει πήγα για κατούρημα. The future is uncertain and the end is always near. Το τραγούδι γύρναγε στο μυαλό μου και η ζέστη μ’έκανε να ιδρώνω σαν άλογο. You gotta roll roll roll, you gotta thrill my soul. Περασμένα μεγαλεία, σκέφτηκα. Α ρε Τζιμ.
Ο καιρός ήταν υγρός και ο ιδρώτας κύλαγε στην πλάτη μου. Έφτιαξα καφέ, ζεστό, μ’ένα παγάκι. Και μέλι. Κάθισα. Έξω ο ήλιος έκαιγε, ήταν καλή μέρα για βόλτα. Μα η μούρη μου καρφωμένη στην οθόνη. Και στα βιβλία, διάβαζα. Κατακαλόκαιρο κι εγώ είχα εξεταστική. Hey hey mama, said the way you move gonna make you sweat gonna make you groove. Μόνο που εγώ δεν κουνιόμουν. Προσηλωμένη στο βιβλίο, διάβαζα χωρίς να διαβάζω, πέρναγα τη ματιά μου πάνω από τις λέξεις, τη μία μετά την άλλη, στη σειρά, και μετά από κάτω, μα το μυαλό αλλού.
I don’t know, but I’ve been told, a big legged woman ain’t got no soul. Το μυαλό τρέχει σε μακριά πόδια, ψηλές γυναίκες, άντρες με κατσαρά μαλλιά και ξεκούμπωτα πουκάμισα. Α ρε Τζιμ. Α ρε Ρόμπερτ. Καλοκαίρια αλλιώτικα, εύκολα, σε θάλασσες και συναυλίες σε αμμουδιές, με μπύρες και παγωμένο τζιν, μαύρισμα και μουσική. Υπάρχουν, αμέ. Όσο υπάρχει κι ο Άγιος Βασίλης.
Summertime and the living is easy. Λάθος σου τα’πανε Μπίλι, το καλοκαίρι η ζωή είναι ακόμα πιο ζόρικη.
Ο ήλιος έπεσε, το ίδιο κι οι αντιστάσεις μου. Άνοιξα ένα μπουκάλι κρασί και έβαλα τη μουσική δυνατά. Άρχισα να χορεύω και να κουνάω το κεφάλι μου πάνω κάτω. Κούναγα τα πόδια μου άτσαλα, σκόνταψα και παραλίγο να πέσω. Τα γυαλιά μου έφυγαν από τη μύτη, τα πρόλαβα όμως. Ο ιδρώτας κυλούσε. Η καρδιά χτυπούσε. A girl can do what she wants to do and that’s what Im gonna do and I don’t give a damn about my bad reputation.
Ναι, αλλά.
Τι άλλα; Δεν έχει αλλά. Τι αλλά;
Ναι, αλλά, τι θέλει το κορίτσι;
Ξέρω.
So messed up I want you here. I my room, I want you here. Now we’re gonna be face to face. And I lay right down to my favourite place. Now I wanna be your dog.
Είναι ακόμα Σεπτέμβριος, το ξέρω, αλλά νιώθω την ανάγκη να κάνω άλλον έναν απολογισμό. Αυτόν του 2010. Μπορεί να έχουμε ακόμα δυόμιση μήνες μέχρι να τελειώσει, αλλά θεωρώ και ελπίζω ότι ένας κύκλος οδεύει στο τέλος του αυτές τις μέρες. Ο κύκλος αυτός ξεκίνησε γύρω στον Φλεβάρη και καθώς προχωρούσε έφερνε μαζί του ένα σωρό δυσάρεστες καταστάσεις, τη μία αποτυχία μετά την άλλη, το ένα τραύμα μετά το άλλο, τον ένα θάνατο μετά τον άλλον. Τελευταία τα πράγματα δείχνουν λίγο καλύτερα. Τα σύννεφα έχουν αρχίσει να διαλύονται και σαν να αχνοφαίνονται και μερικά αστέρια στο βάθος. Δε λέω μεγάλα λόγια, μην το γρουσουζέψω.
Στις δύσκολες ώρες του 2010 πιστός σύντροφός μου στάθηκε η μουσική. Στιγμές που λαχταρούσα μια αγκαλιά αλλά δεν υπήρχε άνθρωπος να μου τη δώσει, είχα το ipod στο χέρι και μια φωνή να τραγουδάει σπαραχτικά στα αυτιά μου. Κι έτσι αποκοιμιόμουν και ξέχναγα για λίγο την απελπισία μου.
Αποφάσισα λοιπόν να φτιάξω μια λίστα με δέκα από αυτά τα τραγούδια χάρη στα οποία κατάφερα να την παλέψω αυτή τη σάπια χρονιά.
+1) Somersault – I got you on tape (αυτό μου το έβαλε να το ακούσω ένας φίλος πριν δύο μέρες. Το ερωτεύτηκα αμέσως. Τον ευχαριστώ που μου στέλνει τόσο όμορφα τραγούδια.)
Μεγάλες αλλαγές έρχονται και μεγάλα ζόρια. Μα όσο έχω μουσικές δε φοβάμαι. Την πολυπόθητη αγκαλιά θα μου τη δίνει ο Sivert κι ο Thom και η Patti και όλοι οι άλλοι.
Στο βλογ τούτου εδώ του τυπάκου διάβασα τούτο εδώ: Ο Woody Allen, λέει, στην ταινία Anything Else, βάζει την Christina Ricci να λέει στον Jason Biggs: «Αν ακούς Cole Porter και με σκέφτεσαι, τότε είσαι ερωτευμένος μαζί μου».
Λοιπόν, εγώ αυτόν τον Cole Porter τον ξέρω. Αλλά δεν τον ακούω. Γούστα ρε παιδί μου.
Έχω όμως να πω το εξής. Κι εδώ θα κάνω μια μικρή παραλλαγή στην ατάκα.
Αν ακούς ρεμπέτικα και με σκέφτεσαι, τότε είσαι ερωτευμένος μαζί μου.
Διότι, πώς να το κάνουμε. Τραγουδούσαν με ψυχή. Γράφαν τραγούδια αληθινά, από την καρδιά τους βγαλμένα.
Αν ακούς λοιπόν Μάρκο ή Τσιτσάνη ή Γκόγκο ή Μπαγιαντέρα ή ξέρωγω ποιον άλλο και με σκέφτεσαι, τότε είσαι ερωτευμένος μαζί μου.
«Εσύ για μένα είσαι γιατρός, εσύ θα με γιατρέψεις. Νόστιμο μικρό τρελό μου, μάγκικο μελαχρινό μου.»
*[Μικρή διόρθωση: Γκόγκος και Μπαγιαντέρας είναι το ίδιο πρόσωπο. Μπαγιαντέρας το καλλιτεχνικό του Γκόγκου.]
Όταν η Γη ήταν ακόμα επίπεδη και τα σύννεφα φτιαγμένα από φωτιά, όταν τα βουνά έφταναν ως τον ουρανό και καμιά φορά ακόμα πιο ψηλά, άνθρωποι τριγυρνούσαν σ’αυτήν και έμοιαζαν με μεγάλα βαρέλια που κυλούσαν. Είχαν δύο ζευγάρια χέρια και δύο ζευγάρια πόδια. Είχαν δύο πρόσωπα σ’ένα τεράστιο κεφάλι, για να βλέπουν τα πάντα γύρω τους και να μιλούν ενώ διαβάζουν. Και δεν ήξεραν τίποτα για την αγάπη.
Υπήρχαν τρία φύλα τότε. Το ένα έμοιαζε με δυο άντρες κολλημένους πλάτη με πλάτη. Ήταν οι γιοί του Ήλιου. Παρόμοιο σχήμα και εύρος είχαν οι κόρες της Γης. Αυτές έμοιαζαν με δύο γυναίκες τυλιγμένες σε μία. Και τα παιδιά του Φεγγαριού, σαν το πιρούνι με το κουτάλι, ήταν λίγο Ήλιος, λίγο Γη, λίγο κόρη, λίγο γιος.
Και τότε οι θεοί φοβήθηκαν τη δύναμή τους και την περίφρονήσή τους γι’αυτούς. Ο Θωρ είπε «Θα τους σκοτώσω όλους με το σφυρί μου, όπως έκανα με τους γίγαντες». Αλλά ο Δίας απάντησε «όχι, άσε εμένα καλύτερα. Θα χρησιμοποιήσω τις αστραπές μου σαν ψαλίδια, όπως τότε που έκοψα τα πόδια από τις φάλαινες και μετέτρεψα τους δεινόσαυρους σε σαύρες». Και άρπαξε μερικούς κεραυνούς, γέλασε δυνατά και είπε «Θα τους χωρίσω τσακ στη μέση, θα τους κόψω στα δύο». Σύννεφα βροχής μαζεύτηκαν στον ουρανό, σαν πύρινες σφαίρες. Και ο ουρανός έβρεξε φωτιά, αστραπές και κεραυνούς, και σαν την κοφτερή λεπίδα του ξυραφιού έσκισαν τη σάρκα των παιδιών του Ήλιου, του Φεγγαριού και της Γης.
Ένας Ινδός θεός τότε έραψε την πληγή σε μία μικρή οπή και την έφερε στην κοιλιά μας για να μας θυμίζει το τίμημα που πληρώσαμε. Και ο Όσιρις και οι άλλοι θεοί του Νείλου έφεραν καταιγίδα και θύελλα για να μας διασκορπίσουν παντού. Πλημμύρα ανέμου και βροχής και θάλασσα παλιρροιακών κυμάτων, μας ξέβρασαν μακριά.
Αν δεν πειθαρχήσουμε θα μας ξανακόψουν στη μέση. Θα χοροπηδάμε εδώ κι εκεί στο ένα πόδι, θα βλέπουμε με ένα μάτι.
Την τελευταία φορά που σε είδα, μόλις είχαμε χωριστεί στα δύο. Με κοιτούσες και σε κοιτούσα. Κάτι μου θύμιζες αλλά δε μπορούσα να σε αναγνωρίσω. Είχες αίμα στο πρόσωπό σου κι εγώ είχα αίμα στα μάτια μου. Αλλά μπορούσα να ορκιστώ από την έκφραση του προσώπου σου πως ο πόνος στην ψυχή σου ήταν ο ίδιος με αυτόν στην δικιά μου. Είναι ο πόνος που περνάει μέσα από την καρδιά. Τον λέμε αγάπη.
Κι έτσι τύλιξε ο ένας τα χέρια του γύρω από τον άλλο και αγκαλιαστήκαμε σφιχτά, προσπαθώντας να ενώσουμε πάλι τους εαυτούς μας.
Είναι λυπητερή ιστορία το πώς ένα κρύο σκοτεινό απόγευμα, πριν από πολύ καιρό, με το πανίσχυρο χέρι του Δία , γίναμε αυτά τα μοναχικά δίποδα πλάσματα. Είναι η ιστορία της αγάπης.
The origin of love.
When the earth was still flat,
And the clouds made of fire,
And mountains stretched up to the sky,
Sometimes higher,
Folks roamed the earth
Like big rolling kegs.
They had two sets of arms.
They had two sets of legs.
They had two faces peering
Out of one giant head
So they could watch all around them
As they talked; while they read.
And they never knew nothing of love.
It was before the origin of love.
The origin of love
And there were three sexes then,
One that looked like two men
Glued up back to back,
Called the children of the sun.
And similar in shape and girth
Were the children of the earth.
They looked like two girls
Rolled up in one.
And the children of the moon
Were like a fork shoved on a spoon.
They were part sun, part earth
Part daughter, part son.
The origin of love
Now the gods grew quite scared
Of our strength and defiance
And Thor said,
«I’m gonna kill them all
With my hammer,
Like I killed the giants.»
And Zeus said, «No,
You better let me
Use my lightening, like scissors,
Like I cut the legs off the whales
And dinosaurs into lizards.»
Then he grabbed up some bolts
And he let out a laugh,
Said, «I’ll split them right down the middle.
Gonna cut them right up in half.»
And then storm clouds gathered above
Into great balls of fire
And then fire shot down
From the sky in bolts
Like shining blades
Of a knife.
And it ripped
Right through the flesh
Of the children of the sun
And the moon
And the earth.
And some Indian god
Sewed the wound up into a hole,
Pulled it round to our belly
To remind us of the price we pay.
And Osiris and the gods of the Nile
Gathered up a big storm
To blow a hurricane,
To scatter us away,
In a flood of wind and rain,
And a sea of tidal waves,
To wash us all away,
And if we don’t behave
They’ll cut us down again
And we’ll be hopping round on one foot
And looking through one eye.
Last time I saw you
We had just split in two.
You were looking at me.
I was looking at you.
You had a way so familiar,
But I could not recognize,
Cause you had blood on your face;
I had blood in my eyes.
But I could swear by your expression
That the pain down in your soul
Was the same as the one down in mine.
That’s the pain,
Cuts a straight line
Down through the heart;
We called it love.
So we wrapped our arms around each other,
Trying to shove ourselves back together.
We were making love,
Making love.
It was a cold dark evening,
Such a long time ago,
When by the mighty hand of Jove,
It was the sad story
How we became
Lonely two-legged creatures,
It’s the story of
The origin of love.
That’s the origin of love.
Τον τελευταίο καιρό το μυαλό μου υπολειτουργεί. Ή καλύτερα, δυσλειτουργεί. Ή υπολειτουργεί δυσλειτουργικά. Έχω βγάλει ταχύτητα και το ‘χω στο ρελαντί. Είναι χαμένο και το ψάχνω. Where is my mind? που λένε και οι Pixies.
Λόγοι πολλοί, δικαιολογία καμία. Σαν μαγεμένο το μυαλό μου φτερουγίζει, είπαν ο Γκόγκος κι ο Μπαγιαντέρας. Δεν είχαν κι άδικο.