Archive for φίλοι

Προσοχή στο κενό μεταξύ Άντρα και Γυναίκας


Έχω έναν φίλο, ο οποίος είναι Άντρας. Είναι ό, τι έχουμε στο μυαλό μας όταν σκεφτόμαστε το ανδρικό φύλο, το ισχυρό φύλο, το κυρίαρχο, το πρώτο.
Η όψη του, η φωνή του, η αυτοπεποίθησή του -είναι και έξυπνος, και εμφανίσιμος, και χαρισματικός, και το ξέρει- τα μπράτσα του, ο τρόπος που μιλάει, κοιτάει, κινείται στον χώρο, όλα αντρικά. Είναι ένας Άντρας. Είναι ξεκάθαρο. Αν μου ζητήσει κάποιος να τον περιγράψω θα πω ότι είναι Άντρας.

Έχω και μία φίλη, η οποία είναι Γυναίκα. Είναι μία Μόνικα Μπελούτσι, μια Μπριζίτ Μπαρντό. Είναι θηλυκό. Γλυκιά, χαριτωμένη, τσαχπίνα, σέξι, σεμνή, ταπεινή, ντροπαλή, πρόστυχη. Σε κοιτάζει και τα οιστρογόνα σε μεθάνε, σου θολώνουν το μυαλό, την θες δικιά σου. Είναι έξυπνη και δυναμική, ευάλωτη και αδύναμη.
Είναι όμορφη, μα κι αν δεν ήταν δεν θα σ’ένοιαζε, γιατί την κοιτάς στα μάτια και τα γόνατά σου λυγίζουν, δεν χρειάζεται να κοιτάξεις αλλού. Είναι θηλυκό. Είναι ξεκάθαρο. Αν μου ζητήσει κάποιος να την περιγράψω θα πω ότι είναι Γυναίκα.

Και κάπου στη μέση, ανάμεσα στον Άντρα και την Γυναίκα, υπάρχω εγώ, ένα Ουδέτερο Ον, γένους θηλυκού, όψης σφαιρικής και τριχωτής, με τον αέρα που έχει ένας άχαρος γορίλλας με μεγάλα βυζιά που τον εμποδίζουν να κάνει πλήρως όλες τις κινήσεις των άνω άκρων. Με νοοτροπία homo universalis, διαβάζω τα πάντα, κάνω τα πάντα, μαθαίνω τα πάντα, μίλησε κανείς για στερεότυπα; Τι είναι αυτά;
Και μουσακά θα ψήσω, και σωλήνες θα ξεβουλώσω, και σφουγγαρόπανο θα στίψω, και λάμπες θα αλλάξω, και νύχια θα βάψω, και τσαμπουκάδες θα κάνω, και, τέλος πάντων, όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω, είμαι αυτάρκης.

Είναι περίεργο. Μου φαίνονται παράξενοι αυτοί οι άνθρωποι, τόσο ξένοι ως προς εμένα και την ουδετερότητά μου. Τους παρατηρώ και εντυπωσιάζομαι, είναι σαν εξωτικοί. Νιώθω έλξη και περιέργεια. Πόσοι να υπάρχουν, άραγε, εκεί έξω τόσο αντιπροσωπευτικοί του φύλου τους;

Μα ακόμα κι αν αυτοί οι άνθρωποι ξεφεύγουν επίσης από τα στερεότυπα του φύλου τους, που οι φίλοι μου ξεφεύγουν, μπορεί να μην το χαίρονται πάντα, αλλά ξεφεύγουν, αποπνέουν τον Αέρα του Φύλου. Ακόμα κι αν δεν κάνουν τίποτα, αν απλώς σε κοιτάνε. Αόρατες άηχες άοσμες ακτίνες Αντρίλας ή Θηλυκότητας.

Κι αυτοί οι άνθρωποι, άραγε, ζευγαρώνουν μεταξύ τους, ή μήπως έλκονται από την ξένη ως προς αυτούς και εξωτική κατά συνέπεια ουδετερότητα;

Τι έχει να μας πει η Σιμόν επί του θέματος;

Άλλο ένα δίλημμα, που αντί να λύσω, αποφάσισα να μοιραστώ και να απενοχοποιήσω.


Η ώρα είναι δέκα και δέκα, Μεγάλη Πέμπτη, έξω βρέχει, μόλις είδα το Cat People του 1982, ήταν πατάτα, και έχει έρθει η ώρα να πάρω την απόφαση. Να βγω ή να μην βγω;

Η ώρα είναι δέκα και έντεκα και δεν θέλω να βγω. Αλλά θέλω κιόλας.

Η ώρα είναι δέκα και δώδεκα. Τραβάτε με κι ας κλαίω. Μόνο που δε με τραβάει κανείς, μόνο οι ενοχές μου.

Είμαι μία γλάστρα, που λέει κι η φίλη μου η Α..

Γιατί είναι τόσο δύσκολο; Υπάρχετε κι άλλοι εκεί έξω που δυσκολεύεστε; Αν ναι, πείτε το, να φτιάξουμε μία λέσχη, να μην βγαίνουμε ποτέ, θα συναντιόμαστε μόνο ιντερνετικώς, θα περνάμε φανταστικά.

Δεν φταίει η τεμπελιά, ούτε η βροχή, ούτε η ώρα. Γιατί ανά πάσα στιγμή δεν θέλω.

Η ώρα είναι δέκα και δεκαεφτά. Συνήθως τέτοια ώρα ετοιμάζομαι για ύπνο.

Αποφασίζω να βγω. Αποφασίζω να μη βγω. Είμαι ένας αγώνας τένις και οι αποφάσεις μου είναι το μπαλάκι.

Πώς αποφασίζει κάποιος αν θα βγει; Είναι εύκολο για κάποιους;

Το να βγεις θα έπρεπε να είναι μία αυθόρμητη απόφαση, δεν θα έπρεπε να είναι τόσο δύσκολο να αποφασίσει κανείς να βγει μια βόλτα με φίλους. Δεν είναι υποχρέωση στο κάτω κάτω. Ή μήπως είναι;
Δεν είναι σωστό να βγαίνει κανείς ψυχαναγκαστικά, βγαίνει για να περάσει καλά, σωστά; Ή μήπως όχι απαραίτητα;
Δεν είναι σωστό κανείς να βγαίνει και να είναι μουντρούχος. Εκτός κι αν βγαίνει με άλλους μουντρούχους και ενώνοντας τις μουντρούχες τους περνάνε καλά. Αλλά μπορεί και όχι.

Αισθάνομαι πως λείπει η λογική. Υπάρχει μόνο η άρνηση και η ενοχή.

Η ώρα είναι δέκα και είκοσι οχτώ.

Δεν θα βγω.

Θα βγω.

Δεν.