Είναι κάτι μέρες που τα πάντα στραβώνουν. Είναι κάτι μέρες που τίποτα δεν σου κάθεται έτσι όπως το θες. Είναι κάτι μέρες που κάθεσαι στην καρέκλα κιουρία, αμέριμνη, μακάρια, και, τσουπ, αυτή σπάει. Διαολεμένη καρέκλα.
Είναι κάτι μέρες που σου πέφτουν τα μαλλιά. Είναι κάτι μέρες που βουλώνει η αποχέτευση και πλημμυρίζει το μπάνιο. Είναι κάτι μέρες που σφουγγαρίζεις βρωμόνερα στις 2 το πρωί και στεγνώνεις το κρεβάτι σου με το πιστολάκι. Καταραμένες τρίχες.
Είναι κάτι μέρες που το μανικιούρ δεν έχει στεγνώσει ενώ νόμιζες πως είχε στεγνώσει και πας να χτενίσεις τα μαλλιά σου. Μαλλιά στο μανό και μανό στα μαλλιά. Αναθεματισμένο μανό.
Είναι κάτι μέρες που νυστάζεις, μα δε μπορείς να κοιμηθείς, γιατί η σκέψη σου πηδάει από τη μία θεματική στην άλλη, γιατί δεν θες να σκέφτεσαι αυτό το Ένα και Μοναδικό Θέμα που θες να σκεφτείς. Κι εσύ ζορίζεσαι να μην σκεφτείς. Κι όσο ζορίζεσαι τόσο ξυπνάς και όσο ξυπνάς τόσο δεν κοιμάσαι και να, η ώρα πήγε τέσσερις. Κατάρα.
Είναι κάτι μέρες που δεν θες να είσαι στο σπίτι και δεν θες να είσαι ούτε εκτός σπιτιού. Είναι κάτι μέρες που δεν θες να είσαι. Ανάθεμα.
Είναι κάτι μέρες που θες λίγη στοργή και προδέρμ και αντ’αυτού βιώνεις απόρριψη και ενοχή.
Είναι κάτι μέρες που συμβαίνουν όλα αυτά.
Αυτές οι μέρες, διαπίστωσα, τείνουν να συμπίπτουν με τις μέρες που δεν έχω μαθήματα ή εξεταστική.
Είναι κάτι μέρες που έχω διακοπές.
Και κάπως έτσι γεννιούνται οι γουορκαχόλιξ, φαντάζομαι.
Δεν είναι ότι αγαπάμε να δουλεύουμε. Είναι που φοβόμαστε τι θα μας συμβεί αν σταματήσουμε τη δουλειά.
(εγώ)