Ξύπνησα πάλι το πρωί με τα σημάδια από το μαξιλάρι στο μάγουλό μου. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και μέτρησα τις ρυτίδες. Έχω χάσει τον λογαριασμό πια, μετά από εξήντα χρόνια ζωής και έντεκα παιδιά το πρόσωπό σου απλώς δεν είναι το ίδιο.
Καλημέρισα τους γιους μου και τις κόρες μου. Έναν προς έναν, μία προς μία. Τρία ζευγάρια δίδυμα αγόρια, τρεις θυγατέρες μονές, δυο γιοί μονοί. Μόνο που δύο από τους οχτώ γιους μου έχουν πεθάνει. Κι ο ένας έχει φύγει. Μάζεψε τα πράγματά του και δεν γύρισε ποτέ ξανά πίσω. Κι έτσι, με τα χρόνια, τα παιδιά μου έγιναν οχτώ.
Τα αγαπώ και τα οχτώ, ανησυχώ γι’αυτά, τα σκέφτομαι, τα φροντίζω.
Όμως ο ένας μου γιος δεν είναι καλά. Αυτός που έχασε τον δίδυμό του. Από τον θάνατό του βρίσκεται σε κατάθλιψη. Έχει αποκοπεί από τον υπόλοιπο κόσμο, δε μιλάει σε κανέναν, φαντάζεται ότι ο αδερφός του είναι ακόμα ζωντανός, έχει παραιτηθεί από όλα του τα ενδιαφέροντα, έχει χάσει κάθε επαφή με την πραγματικότητα. Χθες βράδυ έβαλε εκείνο το κοστούμι που φόραγε στην κηδεία και βγήκε στο μπαλκόνι. Ο αέρας του φύσαγε το πρόσωπο και ανακάτευε τα μαλλιά του που είχαν μακρύνει τόσο πολύ πια. Χωρίς να πει κουβέντα σε κανέναν, χωρίς λόγια και γράμματα αποχαιρετισμού, αποφάσισε να συναντήσει τον αδερφό του.
Τα σχέδιά του απέτυχαν. Τον είδαν να στέκεται και αμέσως έβαλαν τις φωνές. Η καρδιά μου κόντεψε να εκραγεί, δάκρυα γέμισαν τα μάτια μου και έτρεχαν ποτάμι, τα χέρια μου έτρεμαν, τα πόδια μου είχαν κοπεί. Η γη χανόταν κάτω από τα πόδια μου. Να χάσω και τέταρτο παιδί; Η πιο δυστυχισμένη μάνα του κόσμου. Έτρεξα στο μπαλκόνι και πανικόβλητη απλώς τον αγκάλιασα και έκλαψα στην αγκαλιά του. Έκλαψα με λυγμούς που μου έκοβαν την ανάσα. Και το μέχρι τότε ψυχρό και ανέκφραστο σπλάχνο μου ξέσπασε κι αυτό σε κλάματα. Και μείναμε να κλαίμε εκεί στο μπαλκόνι, αγκαλιά, μάνα και γιος, μέχρι που ήρθαν όλα του τα αδέρφια. Αργότερα το βράδυ έφτασε και ο χαμένος γιος, ο άσωτος, ο ένατος. Είχα σώσει τον ένα γιο και είχα βρει τον άλλο.
Κάτσαμε στο ίδιο μπαλκόνι και κοιτάζαμε τον ουρανό. Είχε ξαστεριά.
Σήμερα το πρωί ξύπνησα ευτυχισμένη.
Ω, ναι. Πόσο ευτυχισμένη!