Κυριακή, 20 Ιουνίου 2010. Κυριακάτικη μουργέλα και ζέστη. Ο ήλιος μπαίνει από τα παράθυρα και καίει τα έπιπλα. Η καφέ πολυθρόνα με το λευκό σεμεδάκι ζεματάει και εκείνη κάθεται και αναστενάζει ικανοποιημένη καθώς η ζέστη ανακουφίζει τον πόνο στη μέση της. Πόνος που τη βασανίζει είκοσι χρόνια τώρα, από εκείνη την υγρή βραδιά του Αυγούστου που η ζωή της άλλαξε για πάντα.
Γριά μόνη, με μοναδική έγνοια τα αδέσποτα γατιά της γειτονιάς. Χωρίς καμία χαρά και ικανοποίηση, χωρίς παιδιά και εγγόνια, χωρίς φίλες και συγγενείς, χωρίς καμιά επιθυμία ή φιλοδοξία. Κάθε πρωί σηκώνεται, πλένει τα μούτρα της, φοράει τη μασέλα της, ντύνεται και κάθεται στην παλιά καφέ πολυθρόνα να πιει γάλα. Είκοσι χρόνια η ίδια ρουτίνα.
Δευτέρα, 6 Αυγούστου 1990. Το ξυπνητήρι χτυπάει ανελέητα, πήγε έξι, είναι ώρα να ξυπνήσει. Το κλείνει, ξυπνάει τον άντρα της που κοιμάται δίπλα της και κατευθύνεται προς το μπάνιο. Κοιτάζεται στον καθρέφτη και βλέπει τα γκρίζα μαλλιά της, «έχω αρχίσει να γερνάω», μονολογεί. Κοιτάει τις ρυτίδες, τα πεσμένα βλέφαρα, εντάξει, είναι και πενήντα έξι χρονών, δεν είναι κανένα νιάτο. Ο άντρας της φτιάχνει καφέ. Ετοιμάζονται για την δουλειά. Βοηθός αυτή στο εργαστήριο ερευνητικής χημείας για την ανάπτυξη νέων φυτοφαρμάκων. Ηλεκτρολόγος ο άλλος. Αυτός παίρνει το αμάξι, αυτή το τρένο, όπως πάντα. Κατά κανόνα μπαίνει στο τελευταίο βαγόνι, είναι πιθανότερο να βρει άδεια θέση να κάτσει. Άσε που άμα τρακάρουν με άλλο τρένο ο κίνδυνος είναι μικρότερος για το τελευταίο βαγόνι. Τόσα βλέπουμε στις ειδήσεις, ας είμαστε προνοητικοί. Η σημερινή μέρα δεν αποτελεί εξαίρεση. Το τρένο σταματάει μπροστά της κι αυτή μπαίνει στο τελευταίο βαγόνι. Μόνο που σήμερα το βρίσκει εντελώς άδειο. «Έφυγαν όλοι για τα νησιά. Αααχ, να πηγαίναμε κι εμείς διακοπές σε νησί. Να κάνουμε μπανάκια, να λιαστούμε»…Ένα κουδούνι διακόπτει τις σκέψεις της. Σταθμός Φάληρο. Μία έγκυος μπαίνει στο ίδιο βαγόνι. Κατεβαίνει στην επόμενη στάση. Το ίδιο κουδούνι ακούγεται ξανά. Και ένας άντρας με μαύρο κοστούμι κάθεται απέναντί της. Θυμίζει κοράκι, σκέφτεται αυτή και αρχίζει να πλάθει ιστορίες για το παρελθόν του. Ξάφνου όμως τον βλέπει να σηκώνεται και βιαστικά να βγάζει ένα μαντήλι από την τσέπη του. Ο νους της θόλωσε γρήγορα και τα μάτια της έκλεισαν.
Τρίτη, 7 Αυγούστου 1990. Το κεφάλι και το σώμα της πονάει. Κοιμήθηκε στον καναπέ. Είναι πολύ μεγάλη πια για να αποκοιμιέται στον καναπέ. Δεν το σκέφτεται όμως αυτό. Το μυαλό της καταστρώνει σχέδια και στρατηγικές. Κάποιος τη βίασε εχθές και αυτό δε μπορεί να το αφήσει να περάσει έτσι. Δε μπορεί να πάρει την αστυνομία, ξέρει την ανικανότητά τους και δεν έχει και κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει τον βιασμό. Ο καταραμένος ήταν προσεκτικός και μεθοδικός. «Ανάθεμα! Ανάθεμα!», δε μπορεί να σταματήσει να μουρμουράει κατάρες. Ξυπνάει ο άντρας της και τρομάζει. «Πώς είσαι έτσι; Πάλι ξενύχτησες στην τηλεόραση; Να δω πώς θα πας στη δουλειά». Μάλιστα. Ό,τι ακριβώς της χρειαζόταν τώρα. Η ειρωνεία του ξεμωραμένου άντρα της. Τον αγνοεί και πάει να ετοιμαστεί. Κόβει και βάφει τα μαλλιά της. Βάζει ψεύτικες βλεφαρίδες και φοράει εκείνο τα μαύρο φόρεμα που είχε πάρει για γάμους και κηδείες. Βάφεται και φεύγει φροντίζοντας να μη δει ο άντρας της την αλλαγή της.
Βρίσκεται την ίδια ακριβώς ώρα στο ίδιο ακριβώς βαγόνι στο ίδιο ακριβώς κάθισμα. Στάση Φάληρο. Η ίδια έγκυος μπαίνει και βγαίνει στην επόμενη στάση. Τον βλέπει ξανά μπροστά της, να κάθετα ξανά στην θέση απέναντί της. Την κοιτάζει ερευνητικά, χωρίς όμως να δείχνει ότι την αναγνωρίζει. Προτού όμως σηκωθεί αυτός, σηκώνεται αυτή και τον ναρκώνει με μία επικίνδυνα γερή δόση υπνωτικού αερίου. Ευτυχώς τα φαρμακεία ανοίγουν νωρίς και ως χημικός μπορεί να αγοράσει ό,τι ουσία θέλει χωρίς να χρειάζεται βεβαιώσεις, υπεύθυνες δηλώσεις και άλλα γραφειοκρατικά. Ο κουστουμαριστός σωριάζεται με βρόντο στο πάτωμα.
Όταν συνέρχεται βρίσκεται δεμένος σε μία καφέ πολυθρόνα. Βλέπει τη γυναίκα με το μαύρο φόρεμα να σπρώχνει μακριά έναν καναπέ. Αυτή αντιλαμβάνεται ότι ξύπνησε και με το πάσο της φέρνει από την κουζίνα μία πετσέτα με πολλά διαφορετικά μαχαίρια μέσα. Βάζει το ραδιόφωνο να παίζει δυνατά.
«Με θυμάσαι;» του λέει. «Ποια είσαι; Τι θες από μένα; Τι σου έχω κάνει;»
Αυτή η ερώτηση την εξοργίζει. Του δίνει σφαλιάρα με όση δύναμη έχει και το φχαριστιέται. «Δε με θυμάσαι, ε; Χθες όταν με βίαζες με θυμόσουν όμως. Όταν με έβαζες να σκύβω και να σου λέω βρωμόλογα με θυμόσουν. Όταν μετά με έπλενες με το βρωμοσάπουνό σου με θυμόσουν.Όταν με παράτησες στο σταθμό με τα μάτια δεμένα με θυμόσουν».
Ο άντρας γουρλώνει τα μάτια. Το πρώτο μαχαίρι διαπερνάει την κοιλιά του. Αντί να το βγάλει, εκείνη συνεχίζει την τομή. Βρίσκει το στομάχι και με μανία το σκίζει. Και σταματάει. Ο άντρας φωνάζει και βογγάει. Αφαιρεί το μαχαίρι και αίματα και στομαχκά υγρά χύνονται παντού. Τότε ο άντρας φωνάζει ακόμα περισσότερο, ακόμα πιο απελπιμένα. Τα οξεά του στομάχου καίνε όσα σπλάχνα έχουν μείνει άθικτα. Τον αφήνει να πεθάνει αργά και βασανιστικά στο ίδιο του το ζουμί.
Ικανοποιημένη του γυρίζει την πλάτη και έκπληκτη αντικρίζει τον βλάκα τον άντρα της. «Ο μαλάκας σήμερα βρήκε να γυρίσει νωρίτερα;», σκέφτεται, και χωρίς καθυστέρηση βγάζει μια δυνατή στριγγλιά και του ορμάει με το μεγάλο μαχαίρι.
Και ξαφνικά έχει δύο νεκρά σώματα στο σαλόνι της. Και μια λίμνη αίματος.
Πλαστικές σακούλες, φτυάρι, κήπος, χώμα, άζαξ, χλωρίνη και νερό, άφθονο νερό. Στους γείτονες λέει ότι έπλυνε τα χαλιά κι αυτά είναι κόκκινα και ξέβαψαν. Την πίστεψαν. Γιατί όχι στο κάτω κάτω;
Όταν νυχτώνει για τα καλά και όλη η γειτονιά κοιμάται βγάζει στον κήπο ένα ένα τα πτώματα. Πρώτα του μακαρίτη του άντρα της που αν και δεν του άξιζε τέτοιο τέλος, δε μπορεί να στεναχωρεθεί γι’αυτόν. Ούτε να μετανιώσει. Και μετά το κάθαρμα που ευθύνεται για όλα αυτά. Τον πετάει με απέχθεια στη λακκούβα και ξεκινάει να την κλείνει.
Τετάρτη, 8 Αυγούστου 1990. Επιτέλους τέλειωσε. Κάθεται στην καφέ πολυθρόνα και αφήνει ένα βογγητό. Ο πρώτος πόνος στη μέση. Αυτός που θα τη βασανίζει για τα επόμενα είκοσι χρόνια.
Σάββατο, 6 Οκτωβρίου 1990. Η αστυνομία βρίσκει νεκρό άντρα αγνώστου ταυτότητος και εκείνη τον αναγνωρίζει ως τον σύζυγό της. Και επίσημα πια θεωρείται χήρα. Βγαίνοντας από το νεκροτομείο, συναντάει την έγκυο. Είχε γεννήσει το μεσημέρι στο ίδιο νοσοκομείο και τη μεταφέρανε στο θάλαμό της. Μετά από δύο μήνες επιτέλους χαμογέλασε.
Κυριακή, 20 Ιουνίου 2010. Πίνει το γάλα της μονορούφι. Τα χέρια και τα πόδια της τινάζονται, το κορμί της συσπάται, από το στόμα της βγαίνουν αφροί, οι κόρες των ματιών της διαστέλλονται και αμέσως συστέλλονται κενές. Άδειο κουφάρι, νεκρό κορμί. Είχε ξεχάσει να βάλει φαγητό για τις γάτες. Κι αυτές μπαίνουν από το παράθυρο πεινασμένες…