Archive for Απρίλιος, 2010

Φεγγάρια και χαμόγελα.


Τα τελευταία μου ποστ ήταν φανταστικές ιστορίες, στις οποίες κάποιος σκότωνε κάποιον άλλο. Σ’αυτό το ποστ δεν θα σκοτώσω κανένα. Θα μιλήσω για το φεγγάρι. Και το κορίτσι που περπάταγε κοιτώντας ψηλά.

Ένα ανοιξιάτικο δειλινό σαν όλα τ’άλλα το κορίτσι περπάταγε τους δρόμους της γειτονιάς της, ανέμελα, χωρίς σκοπό. Έκανε βόλτα και χάζευε στον ουρανό το φεγγάρι, σχεδόν πανσέληνος, κυκλωμένο από ένα γκρίζο σύννεφο. Ο ήλιος δεν είχε δύσει ακόμα οπότε είχε αρκετό φως για να βλέπει πού πηγαίνει και ποιος υπάρχει γύρω. Εκείνη βέβαια κοιτούσε μόνο το φεγγάρι. Με το στόμα μισάνοιχτο, σαν αποχαυνωμένη από την καθαρότητα του ουρανού και το στρογγυλό του φεγγαριού.

Ώσπου είδε ένα παλικάρι να στέκεται σ’ένα πεζούλι στην άκρη του δρόμου. Κοίταζε μία αυτή, μία τον ουρανό. Εκείνη γέλασε, της φάνηκε αστείο που κάποιος κοίταξε ψηλά επειδή εκείνη κοίταζε ψηλά. Και τότε το παλικάρι μίλησε. «Ωραίο το φεγγάρι απόψε, ε;»

Ένας άγνωστος της μίλησε. Να απαντήσει; Να του μιλήσει; Κι αυτό που της μαθαίναν οι γονείς και οι παππούδες τόσα χρόνια; «Δε μιλάμε σε ξένους». Σκέψεις που άλλοτε θα την έφερναν σε δίλημμα, τώρα διαλυθήκαν μονομιάς.

Τον κοίταξε και χαμογέλασε πλατιά. «Ναι», είπε. Και συνέχισε τον δρόμο της κοιτάζοντας το φεγγάρι.

Αν κι εσείς δείτε καμιά κοπέλα ή κανένα παλικάρι να κοιτάζει τον ουρανό, κοιτάξτε κι εσείς. Κι αν σας δει, χαμογελάστε και πείτε γεια. Χαλεποί οι καιροί που ζούμε, ας μην γίνουμε κι άλλο εσωστρεφείς.

Μυστικός πόθος.


Εγώ.

Εγώ που με βλέπετε δεν ήμουν πάντα έτσι. Κάποτε ήμουν ένα κοριτσάκι σαν όλα τ’άλλα, σαν τα κρύα τα νερά, στο άνθος της ηλικίας μου, με όλη τη ζωή μπροστά μου και όλα αυτά. Διάβαζα, πήγαινα στα μαθήματα, έπαιρνα καλούς βαθμούς, έβγαινα με τις φίλες μου, πήγαινα σινεμά, πήγαινα σε μπαρ για ποτάκι. Θα περιέγραφε κανείς τη ζωή μου «φυσιολογική», χωρίς ακρότητες, χωρίς μεγάλα δράματα και χωρίς μεγάλες χαρές. Χωρίς σκοτούρες στο μυαλό, πάντα χαμογελούσα. Καλή μαθήτρια, καλή φίλη, καλή αδερφή, καλή κόρη.

Αυτός.

Και τότε γνώρισα Αυτόν. Αρκετά μεγαλύτερος από εμένα, με γοήτευσε εύκολα. Η αυτοπεποίθησή του, ο τρόπος που χειριζόταν τις καταστάσεις, ο τρόπος που μίλαγε, ενδείξεις και αποδείξεις μιας ωριμότητας ακαταμάχητης. Αλλά ήταν και όμορφος. Ψηλός, γεροδεμένος, με πυκνά μαλλιά που ακόμα δεν είχαν αρχίσει να γκριζάρουν. Μπορούσε να έχει όποια γυναίκα θέλει. Αυτό σκεφτόμουν και ένιωθα τόσο περήφανη που από όλες τις γυναίκες είχε διαλέξει εμένα. Δε με παραξένευε τότε πώς ένα κελεπούρι σαν κι αυτόν ήταν ακόμα μόνος. Έλεγα δεν βρήκε την κατάλληλη, φοβόταν τις δεσμεύσεις και άλλα τέτοια. Δεν ήξερα.

Αυτό.

Αυτό το αισχρό, κακοηθές σαν όγκος, μιασματικό πράσινο μίζερο ειδεχθές πλάσμα. Με ακονισμένα δόντια και αιχμηρή ουρά. Έτοιμο να καταστρέψει. Η ζήλια. Αυτός γινόταν όλο και πιο απόμακρος και εγώ ζήλευα. Έκανε παρέα με άλλες γυναίκες, ζήλευα. Μίλαγε με άλλες γυναίκες, ζήλευα. Κοίταζε άλλες γυναίκες, ζήλευα. Ζήλια, ζήλια, ζήλια. Και όσο ζήλευα τόσο απομακρυνόταν και όσο απομακρυνόταν τόσο ζήλευα. Φαύλος κύκλος, ζήλιας, τσακωμών και δακρύων. Ώσπου μια μέρα, εκεί που έβλεπα ταινία περιμένοντας να μου τηλεφωνήσει, με πλημμύρισε η σφοδρή επιθυμία, ο διακαής πόθος να περάσω τα χέρια μου γύρω από το λαιμό του, να νιώσω την καρωτίδα του και τους παλμούς του και να σφίξω. Να σφίξω τόσο δυνατά που να μη μπορεί να αντιδράσει, να γίνει μπλε, να δω τον πανικό στα μάτια του και τη λάμψη από αυτά να χάνεται. Να τα δω να συστέλλονται νεκρά. Να δω το στήθος του να παύει να ανεβοκατεβαίνει. Να τον δω να πεθαίνει. Να τον σκοτώσω. Εκείνη τη στιγμή γεννήθηκε ο μυστικός μου πόθος.

Το αίμα.

Συνειδητοποιούσα φυσικά ότι το να τον στραγγαλίσω με τα γυμνά μου χέρια δεν ήταν σωστό. Αν το επιχειρούσα δεν θα πετύχαινα ποτέ τον σκοπό μου. Αυτός ήταν πιο δυνατός από μένα, θα μπορούσε άνετα να με απομακρύνει και να αμυνθεί. Γι’αυτό οργανώθηκα. Όταν έφτασε η προγραμματισμένη μέρα ήμουν έτοιμη. Τον νάρκωσα και τον έδεσα. Περίμενα να ξυπνήσει, ήθελα να είναι ξύπνιος, να βλέπει. Έσκυψα και του φίλησα τον λαιμό, τελευταία φορά. Πέρασα ένα μαντήλι γύρω από τον λαιμό του και τότε άρχισε να φωνάζει. Αρχικά πανικοβλημένος, ύστερα ήρεμα, προσπαθούσε να με καλοπιάσει. Στο τέλος εξοργίστηκε. Εγώ το απολάμβανα. Ο μυστικός μου πόθος είχε έρθει να ενωθεί με τον φανερό μου πόθο, Αυτόν. Γέλασα δυνατά μέσα στην παράνοια μου. Και τότε είδα. Απέναντι μου πια δε βρισκόταν Αυτός, βρισκόταν ένα γιγάντιο, καραφλό τέρας. Με μάτια κόκκινα, έξω από τις κόγχες. Δόντια μεγάλα, με μυτερούς κυνόδοντες. Μύες γυμνασμένοι παντού, κανένα ίχνος τρίχας, μόνο σημάδια που σχημάτιζαν ψυχεδελικά σχέδια. Βρυχήθηκε και έτριξαν τα τζάμια. Με μια κίνηση λύθηκε από τα δεσμά του. Το γέλιο μου είχε παγώσει και είχα κοκκαλώσει στη θέση μου. Με πλησίασε, με άρπαξε με τα χέρια του και με πέταξε στον τοίχο σαν σπίρτο. Με γρατζούνισε με τα νύχια του. Αίμα έτρεξε από τα χέρια μου, τα πόδια μου, την πλάτη μου, το στήθος μου, την κοιλιά μου. Με δάγκωσε. Κραύγασα από τον πόνο και τον κλότσησα. Με ξαναδάγκωσε, στον λαιμό αυτή τη φορά. Ένιωσα τα δόντια του να σκίζουν το δέρμα μου, να μπαίνουν μέσα μου, να κόβουν μύες και νεύρα. Σπαρταρούσα, η ζωή χανόταν από τα δικά μου μάτια.

Ξαφνικά με αφήνει. Απλώς με αφήνει. Το αίμα τρέχει από κάθε πληγή στο σώμα μου κι εγώ τρέμω από φόβο και εξουθένωση. Το τέρας με κοιτάζει στα μάτια.

«…και τώρα που ξύπνησες τον δαίμονα μέσα μου…θα ενδόσεις;»

«…ναι…»

Σ’αγαπώ μέχρι θανάτου.


Ω, είναι ωραίο να αγαπάς και να σε αγαπούν. Ω, ναι. Είναι. Η ευτυχία κρύβεται στα απλά πράγματα και μία μικρή κίνηση μπορεί να περιέχει τόση αγάπη όσο όλες οι λέξεις των ανθρώπων δε μπορούν να εκφράσουν. Και ένα χαμόγελο ποτέ δεν είναι πιο γλυκό από την στιγμή που το συνειδητοποιείς αυτό. Τέτοιο ήταν και δικό της χαμόγελο εκείνο το πρωί, όταν ξύπνησε κι εκείνος κοιμόταν ακόμα δίπλα της. Ήρεμος, με τα μαλλιά ανακατωμένα, το στόμα ελαφρώς ανοιχτό, η ανάσα αργή και βαριά.

Αφού τον χάζεψε για μερικά λεπτά σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς την τουαλέτα. Ζαλισμένη ακόμα από τον ύπνο και την αγάπη. Το νερό έτρεχε και πιτσίλαγε τον καθρέφτη. Εκείνος την πλησίασε από πίσω, την αγκάλιασε και αντί για καλημέρα ψιθύρισε «σ’αγαπώ…μέχρι θανάτου». Το ίδιο χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλια της και τα μάτια τους έλαμπαν όσο και ο ήλιος εκείνο το πρωινό.

Και τότε χτύπησε το τηλέφωνο. Με δυσκολία αποχωρίστηκαν ο ένας από τον άλλο. Εκείνος έμεινε στην τουαλέτα, έκλεισε τη βρύση, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, τον σκούπισε και έμεινε να κοιτάζει και να χαμογελά ονειροπολώντας. Φαντασιωνόταν την κοπέλα που βρισκόταν μόλις πέντε μέτρα μακριά του, τα μάτια της, τα μαλλιά της, τα χείλια της. Τη ζωή μαζί της.

Γέλια ακούστηκαν από το δίπλα δωμάτιο. Αχ, το γέλιο της πόσο το αγαπούσε. Αγαπούσε καθετί πάνω της, δικό της.

Και τότε το πρόσωπό του σκοτείνιασε. Γιατί γελούσε; Με ποιον μίλαγε; Ποιος μπορεί να ήταν τόσο νωρίς; Καχύποπτα βγήκε από την τουαλέτα και την πλησίασε προσπαθώντας να ακούσει τη συζήτηση. Εκείνη χαμογελαστή και ευδιάθετη, αιφνιδιάστηκε από την ύπουλη προσέγγισή του και τινάχτηκε.

«Ποιος είναι;», τη ρώτησε αυστηρά. «Η φίλη μου η Σοφία», απάντησε εκείνη. Όμως αυτός ήξερε ότι στην άλλη άκρη της γραμμής μιλούσε ένας άντρας. Είχε προλάβει να ακούσει τη βαριά φωνή, την τραχιά χροιά, είχε διακρίνει στο γέλιο της εκείνη τη νότα τη διαφορετική. Αυτή που μόνο όταν ήταν μαζί του έβγαζε. Κάτι δεν πήγαινε καλά.

Κάπως έτσι ήρθε το τέλος των ανέμελων ημερών. Εκείνος σκοτεινός, καχύποπτος για το παραμικρό. Το χαμόγελο είχε σβήσει πια από το πρόσωπό της. Το τέλος πλησίαζε.

«Η αγάπη είναι ένας σκύλος από την κόλαση».

Έτσι διαολεμένα η αγάπη τον ξεμυάλισε και τον τύφλωσε. Τόσο που κανένας φραγμός δεν συγκράτησε την οργή του. Τα μάτια του κόκκινα, γουρλωμένα, η φλέβα στον κρόταφό του να σφυροκοπάει, τα χέρια του να στάζουν αίμα. Τα μάτια της δύο τρύπες κενές, μόνο αίμα ανάβλυζε. Από το κεφάλι της να λείπουν τούφες μαλλιών. Στον λαιμό της σημάδια δαχτυλιές. Στο στέρνο έξι, εφτά, οχτώ μαχαιριές, έχασε το μέτρημα. Μελανιές και γδαρσίματα σε όλο της το κορμί. Αυτό που κάποτε έσφιζε από ζωντάνια και γοητεία τώρα κείτονταν νεκρό, άδειο, κουφάρι σάρκας έτοιμο να σαπίσει.

Ένας ακόμη Οθέλλος, μία ακόμα Δεισδαιμόνα. Τόση αγάπη σου αρρωσταίνει το νου.

«Σ’αγαπώ μέχρι θανάτου».

Του δικού σου.

weeping nude

"Weeping Nude" by Edvard Munch

Χαζογκομενίαση παρτ του. (part two)


Τα τελευταία δείγματα της έρευνας μου σχετικά με την κοινωνική αυτή μάστιγα, το φλέγον κοινωνικό ζήτημα, το κοινωνικό φαινόμενο μείζονος σημασίας, την χαζογκομενίαση, με ώθησαν στην εξής παρατήρηση: οι κοινοί μέχρι τώρα, ανέμπνευστοι, συνηθισμένοι διάλογοι χαζογκομενίστικου περιεχομένου εμπλουτίζονται με νέες ιδέες, χαλαρή διάθεση, φρέσκο αίμα.

Παράδειγμα:

[σημ.: τα πρόσωπα είναι φανταστικά, οποιαδήποτε ομοιότητα με υπαρκτό πρόσωπο είναι καθαρή σύμπτωση]

Το σύνηθες, το κοινό:

– Αντρέας: Σματς

– Σούλα: Σμουτς

Το σπέσιαλ, το ευφάνταστο:

– Αντρέας: Ζμιτς

– Σούλα: Σμουρτ

Ω, η γλυκύς χαζογκομενίασις ευφραίνει καρδίαν και χαζεύει νούν.

The Burger Project @Gagarin205


Εχθές, Παρασκευή 16 Απριλίου, στο Gagarin 205 απολαύσαμε τους Burger Project.

Burger Project Ticket

The Burger Project Ticket

Από πού να ξεκινήσω και πού να τελειώσω.

Κατ’αρχάς από τον κόσμο. Ο χώρος γέμισε ασφυκτικά, δεν χωρούσες να υπάρξεις, πόσο μάλλον να χορέψεις και να απολαύσεις τη μουσική αυτών των ανθρώπων. Παρ’όλα αυτά δε μπορούσες να αντισταθείς στον ρυθμό ακόμα κι αν ήσουν πρακτικά αγκαλιά με τους διπλανούς σου. Νωρίτερα, η ουρά για τα εισιτήρια ήταν απογοητευτικά μεγάλη, αλλά ευτυχώς η παρέα μου ήταν ήδη μέσα, οπότε, ως ένα άτομο, χώθηκα άνετα στην αρχή της ουράς. (χεχε – θερμά συγγνώμη στους προηγούμενους)

Η μπάντα τώρα. Οι διασκευές τους τολμηρές και το ρίσκο μεγάλο, καθώς έχουν επιλέξει να διασκευάσουν πολύ γνωστά κομμάτια, μεγάλα «χιτς», όπως το «Paradice city», το «Another one bites the dust», το «The KKK took my baby away» κ.ά. Βέβαια, το θάρρος και το θράσος τους επιβραβεύεται καθώς οι διασκευές είναι πετυχημένες και σε συνεπαίρνουν.

The Burger Project

Οι ίδιοι οι Burger Project τώρα. Ψυχαγωγικοί, με αστεία και περίεργες φωνές και στολές και έκο. Αυτός που σου μένει ίσως περισσότερο από όλους είναι ο Cosmic Communist (πλήκτρα, καζού, φωνητικά) ο οποίος χορεύει και το χαίρεται και σε παρασέρνει ακριβώς γι’αυτό.

Bonus της βραδιάς ήταν το ατελείωτο «encore set» της μπάντας. Σύνηθες αν και όχι κανόνας είναι κάθε συγκρότημα αφού ολοκληρώσει τη λίστα με τα τραγούδια να παίζει τρία επιπλέον. Οι Burger Project έπαιξαν τέσσερα επιπλέον. Και μετά άλλα δύο. Και μετά ακόμα δύο. Και μετά δεν ξέρουμε γιατί φύγαμε πριν προλάβει να παίξει κι άλλο encore.

All in all, ταλαιπωρηθήκαμε από το στριμωξίδι αλλά άξιζε τον κόπο. Ελπίζουμε να τους ξαναδούμε σύντομα, υπό πιο ευρύχωρες συνθήκες φυσικά.

ΥΓ: Επειδή εγώ είμαι κοριτσάκι στο άνθος της ηλικίας μου και τα προσέχω αυτά πολύ θα ήθελα να τονίσω σχετικά με τον τραγουδιστή και κιθαρίστα της μπάντας, ο οποίος παριστάνει τον σαδομαζοχιστή γκέυ ή κάτι τέτοιο και φοράει τα κολλητά κοντά δερμάτινα σορτσάκια που αφήνουν να φαίνονται τα μπουτάκια, έχει μπουτάκια που άνετα θα μπορούσαν τα συγκριθούν με του Lemmy (ναι, αν και ο ορισμός της ασχήμιας ο Lemmy έχει πολύ ενδιαφέροντα μπουτάκια κι εμένα μ’αρέσουν)

Κεφάλι γεμάτο μούχλα.


Άνοιξη, ζέστη, ήλιος, τα πουλάκια κελαηδούν, οι πεταλούδες πετούν, οι μέλισσες φτιάχνουν μέλι, η φύση στα ντουζένια της. Η νεαρή φοιτήτρια ξυπνάει και ανοίγει το παράθυρο του μικρού δωματίου της. Ο ήλιος το γεμίζει με φως και φρέσκο αέρα. Χασμουριέται ράθυμα και πατάει το ΟΝ στον υπολογιστή της. «Τέτοια μέρα και θα πάω σχολή; Δεν είμαστε καλά. Θα ‘χουν μαζευτεί όλοι οι χαζοχαρούμενοι. Σαν τα σαλιγκάρια, αλλά με ήλιο».

Γεμίζει ένα ποτήρι γάλα και κάθεται. Παρά τον ήλιο, τα λουλούδια, την άνοιξη, τα πουλάκια, τις πασχαλίτσες, εκείνη απτόητη. Αλλά και πριν έρθει η άνοιξη εκείνη τα ίδια. Στη σχολή της πήγαινε μόνο όταν και εφόσον δε μπορούσε να το αποφύγει με κανέναν τρόπο, απέφευγε τους φίλους της, τους βαριόταν, κανένα αγοράκι δεν προσέλκυε αρκετά το ενδιαφέρον της, είχε αφήσει τον εαυτό της.

Η ραστώνη έχει γίνει πια καθημερινότητα για εκείνη. Από το κρεβάτι στην καρέκλα μπροστά στο πισί και από την καρέκλα στο κρεβάτι. Έχει πιο πολλές πυτζάμες από ρούχα εξόδου. Μία τέτοια φοράει και τώρα. Το χρώμα της ξεθωριασμένο, πρέπει κάποτε να ήταν γαλάζιο και να είχε χαρούμενα κοριτσίστικα σχέδια.

Ανοίγει τέσσερα παράθυρα, συνδέεται, βάζει τυχαία μουσική, πίνει το γάλα της μονορούφι και ξεκινάει άλλη μία μέρα πανομοιότυπη με τις προηγούμενες.

Η μέρα της μαρμότας.

Είστε σίγουροι;

Πέρασαν σχεδόν οχτώ ώρες και αυτή ακόμα στην ίδια θέση. Τα μάτια της δεν την ενοχλούν πια όπως παλιά, έχει συνηθίσει να αντικρίζει μία οθόνη για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Όπως τα τζάνκι, όσο περνάει ο καιρός συνηθίζουν σε όλο και μεγαλύτερες δόσεις ναρκωτικού και μετά δεν τους πιάνει και ζητάνε κι άλλο.

Τότε  η νωθρότητα ταράζεται. Η οθόνη μαυρίζει, από τα ηχεία ακούγεται ένα συνεχές μπιπ, η κοπέλα σαστίζει. Γουρλώνει τα μάτια, αναρωτιέται τι έγινε, πώς θα το διορθώσει, ποιος θα το διορθώσει, αγχώνεται, η ρουτίνα έσπασε, κάτι δεν πάει καλά, κάτι δεν πάει καθόλου καλά. Σηκώνεται, τα πόδια της έχουν πιαστεί για άλλη μία φορά. Και τότε ακούει έναν βαρύ γδούπο στην πόρτα της. Ακούει και έναν δεύτερο και η πόρτα τινάζεται στον απέναντι τοίχο.

Ένα πλάσμα προχωράει αργά και ερευνητικά μέσα στο δωμάτιό της. Πίσω του αφήνει λεκέδες πράσινης γλίτσας, ενώ μπροστά του προηγείται μία παράξενη, αποκρουστική μυρωδιά. Θυμίζει άνθρωπο αλλά δεν είναι. Ή μήπως δεν είναι πια; Η κοπέλα παγωμένη στη θέση της δεν ξέρει τι να κάνει. Έχει παραλύσει όχι τόσο από την όψη του πλάσματος όσο από αυτή τη φρικτή οσμή, σάρκας που έχει έρθει σε επαφή με βιτριόλι και μετά την πασάλειψαν με μουχλιασμένο τυρί. Το πλάσμα κινείται αργά, νωχελικά, όσο και η ζωή της τους τελευταίους μήνες. Έχει χρόνο να τρέξει, να γλιτώσει, να αντεπιτεθεί, να αντιδράσει. Όμως το μυαλό δε λειτουργεί. Την πλησιάζει και εκείνη απλώς κάθεται. Κάθεται εκεί που καθόταν τόσες μέρες, τόσους μήνες. Αποτρόπαιος θάνατος την προσεγγίζει μα εκείνη δε βλέπει τη ζωή της να περνά μπροστά από τα μάτια της σαν ταινία. Δεν σκέφτεται τίποτα, το κεφάλι κενό, ο νους αγύμναστος. Το πλάσμα απέχει πια λιγότερο από ένα μέτρο. Το βλέμμα της χαμμένο, δε μπορεί καν να το συγκεντρώσει σε αυτό που θα της στερήσει τη ζωή.

Την ποια;

Καλά να πάθει.

Mold

Κόκκινα χείλια, φρίκη και θάνατος.


[σημ. προ ανάγνωσης: αν θέλετε και σάουντρακ ταιριαστό, βάλτε αυτό: http://www.youtube.com/watch?v=sbLjM2NloaI ]

Μαύρες μπότες. Δικτυωτό καλσόν. Κοντό σορτσάκι. Ζουμερά μπούτια, γυναικεία. Δυο πόδια περπατούν στα στενά μιας μικρής πόλης της Αθήνας και το μαχαίρι στο χέρι στάζει αίμα. Η νεαρή κοπέλα προχωρά με αυτοπεποίθηση, δεν έχει χρόνο για δισταγμούς άλλωστε. Πίσω της ακολουθούν δύο άντρες, γύρω στα τριάντα, φοβισμένοι ως τα μπούνια, και μία πιτσιρίκα, ακόμα δεν έχει τελειώσει το σχολείο. Βρώμικοι, άπλυτοι για μέρες, πεινασμένοι, ιδρωμένοι και λεκιασμένοι με αίμα στον δρόμο της αναζήτησης.

Τα χείλια της είναι κόκκινα, αλλά όχι από αίμα. Ακόμα και σε ώρες όπως αυτή δεν ξεχνούσε ποτέ το κόκκινο κραγιόν. Απαραίτητο αξεσουάρ μαζί με το χασαπομάχαιρο, τον λοστό, το τσεκούρι, κι ένα μικρό σουγιαδάκι, πονηρά τοποθετημένο σε κρυφό και στρατηγικό σημείο για ώρα ανάγκης. Προπορεύεται όχι γιατί είναι η πιο γενναία, ούτε επειδή δεν αντιλαμβάνεται τον φόβο, αλλά επειδή εκείνη δεν έχει τίποτα να χάσει. Χωρίς οικογένεια, χωρίς φίλους, Αυτά της τα πήραν όλα από νωρίς. Ύστερα από δύο μήνες έχει μάθει να είναι σκληρόπετση και αποφασιστική αν θέλει να επιβιώσει.

Ο ήλιος τους καίει τα πρόσωπα καθώς αντανακλάται στο στεγνό τσιμέντο της πόλης. Είναι Μάρτιος αλλά στην Ελλάδα έχει βάλει ζέστη από νωρίς. Τόσο καθαρός ουρανός, τόσο βρώμικες μέρες.

[και τώρα βάλτε αυτό: http://www.youtube.com/watch?v=v5FW8Xo8ENo ]

Τα κόκκινα χείλια σφίγγουν. Τα μάτια της συγκεντρώνονται σε μία κίνηση, κάπου στον ορίζοντα. Κάνει σήμα με το μαχαίρι στους από πίσω να προσέχουν. Αυτοί σταματούν. Ο ένας παίρνει τη μικρή και κρύβονται πίσω από έναν κάδο. Ο άλλος την πλησιάζει και σηκώνει το ματωμένο τσεκούρι του. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα Αυτά είχαν κάνει την επίθεση τους. Γλοιώδη και σάπια, σάρκες να κρέμονται από κάθε τους πλευρά, μπαγιάτικο αίμα να στάζει από τα στόματά τους, βρωμάνε αποσύνθεση και ιδρώτα. Τα μάτια τους σχισμές στα παραμορφωμένα τους πρόσωπα. Μοιάζουν πεθαμένα αλλά οι κινήσεις τους είναι γρήγορες, σπασμωδικές αλλά ακριβείς. Είναι πέντε. Το ένα από αυτά σκίζει με τα κοφτερά νύχια του το πόδι της. Αυτή κραυγάζει αλλά, σαν ταύρος που αντικρίζει κόκκινο πανί, αντί να αποτραβηχτεί από τον πόνο, ορμάει με λύσσα και του κόβει το αναθεματισμένο χέρι. Ουρλιάζει και συνεχίζει να πετσοκόβει ό, τι βρει μπροστά της.

Αλλά ξέρει καλά ότι τίποτα δεν τα σταματά Αυτά. Ακόμα και χωρίς χέρια και πόδια, με έντερα σκόρπια δεξιά και αριστερά, Αυτά σέρνονται με ό, τι τρόπο μπορούν, κυλιούνται στο χώμα και τα σπλάχνα τους τραυματίζονται, ανοίγουν και αδειάζουν. Δυσωδία πλανάται στην ατμόσφαιρα, η μυρωδιά του θανάτου. Με τα χείλια ακόμα σφιγμένα και κόκκινα, λαχανιασμένη, σηκώνει τον λοστό ψηλά και με τα δύο χέρια και με όση δύναμη της έχει απομείνει τον αφήνει να πέσει πάνω στο κεφάλι του πλάσματος. Ένα οξύ κρακ ακούγεται, αίμα και μυαλά πετάγονται παντού, λερώνουν το κραγιόν της, τα μάτια της, μπαίνουν στις πληγές της. Αλλά δεν τη νοιάζει. Γιατί ήταν το τελευταίο από τα πέντε.

Αφήνει το λοστό και το μαχαίρι να πέσουν στο έδαφος με κρότο. Με το δεξί καρπό σκουπίζει το στόμα της. Φτύνει. Ξανασκουπίζεται. Δάκρυα γεμίζουν τα μάτια της αλλά καταπιέζει τον εαυτό της. Δεν πρέπει να φανεί αδύναμη. Δεν πρέπει να είναι αδύναμη. Υπάρχουν ακόμα εκατοντάδες από αυτά και αυτή είναι ίσως η μόνη που δεν τα φοβάται. Δεν προσπαθεί να σώσει τον κόσμο. Ούτε τους τρεις που την ακολουθούν, ούτε καν τον εαυτό της. Η επιθυμία για εκδίκηση κυλάει στο αίμα της και το κάνει να βράζει. Βάζει το χέρι στην κωλότσεπη και βγάζει το κόκκινο κραγιόν. Βάζει στα χείλια της με αργές, ήρεμες κινήσεις. Σηκώνει τον λοστό και το μαχαίρι και συνεχίζει να προχωράει. «Θεέ μας ξέχασες, αλλά δε με νοιάζεις πια. Οι νόμοι σου ανύπαρκτοι χωρίς τους ανθρώπους. Τώρα είμαστε όλοι ζώα. Ζώα που παλεύουν με άλλα ζώα. Και θα νικήσουν γαμώ το στανιό. Εγώ θα νικήσω!»

ΥΓ.: Το αφιερώνω στον biggest fan μου, ελπίζω να του άρεσε 😛

Blood

3rd Screamin’ Athens Horror Film Festival @Gagarin205


Εχθές, Παρασκευή 9 Απριλίου 2010, και σήμερα, Σάββατο, διεξάγεται στον γνωστό χώρο Gagarin 205 το 3rd Screamin’ Athens Horror Film Festival. Προσωπικά είχα την τύχη να βρω παρέα και να πάω την πρώτη μέρα του φεστιβάλ, και μάλιστα να παρακολουθήσω σχεδόν όλες τις προβολές της ημέρας! Από τις 6.30 το απόγευμα μέχρι τις 1.30 τα ξημερώματα, 7 ώρες φρίκης, τρόμου, αίματος, αγωνίας, και φυσικά γέλιου.

3rd Screamin' Athens Horror Film Festival

Η αφίσα του φεστιβάλ

Τι να πρωτοπώ δεν ξέρω. Δεν είμαι και δημοσιογράφος άλλωστε για να κάνω ρεπορτάζ ή ξέρω ‘γω τι άλλο. Γι’αυτό σας παρουσιάζω το χθεσινό πρόγραμμα και σχολιάζω εν συντομία.

Παρασκευή, 9 Απριλίου

17.00 “Morgue Story : Sangue, Baiacu e Quadrinhos” (Paulo Biscaia Filho , Brazil, 2009, 78’)

Δεν το παρακολούθησα.

18.30 “Snuff: A documentary about killing on camera” (Paul Von Stoetzel, USA, 2008, 76’)

Αν και έχασα τα πρώτα δέκα λεπτά περίπου, το ντοκυμαντέρ αυτό σε κατατοπίζει περί των ταινιών «σναφ», ενώ περιέχει και σκηνές από τέτοιου ή παραπλήσιου είδους ταινιών. Μερικές είναι τουλάχιστον σοκαριστικές και δε μπορούν παρά να σου δέσουν το στομάχι κόμπο. (Φυσικά και κρατούσα σημειώσεις κατά τη διάρκεια του ντοκυμαντέρ, «δες», «μη δεις ποτέ σου», «ψάξ’το» )

20.00 “Thanatomorphose” (Eric Falardeau, Canada, 2009, 3’)

Μέχρι να ξεκινήσει είχε τελειώσει παιδιά και πραγματικά δεν πρόλαβα να καταλάβω τι παίχτηκε!

“End of the Line” (Maurice Devereaux, Canada, 2006, 95’)

Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του φεστιβάλ και μία εκτενής οργάνωση θρησκόληπτων αποφασίζει να σώσει τον κόσμο «με σαφώς ανορθόδοξους τρόπους». Χαμηλού προϋπολογισμού, αλλά αντάξια οποιασδήποτε γενναιόδωρα χρηματοδοτημένης, είναι ταινία για να συνοδεύσεις το ποπ κορν σου, την κοακόλα σου, να τρομάξεις, να φρικάρεις ελαφρώς και φυσικά να γελάσεις.

22.00 “Next Floor” (Denis Villeneuve, Canada, 2008, 11.30’’)

Επική πτώση και τίποτα άλλο.

“Breach” (Kirk B.Woller, USA, 2008, 6’)

Η αγαπημένη μου από όλες της χθεσινής μέρας. Στο τέλος χειροκροτήσαμε κιόλας. Τρομάξαμε και γελάσαμε με την ψυχή μας.

“Isle of the Damned” (Marc Colegrove, USA, 2008, 85’)

Παρωδία και συγχρόνως tribute film όλων εκείνων των ταινίων τρόμου τύπου Cannibal Holocaust, με απομονωμένα νησιά και καννίβαλους. Η ταινία μοιάζει με φτηνό χοντροκομμένο αστείο και παρ’όλο που στην αρχή είναι όντως πολύ διασκεδαστική, στην πορεία κάνει κοιλιά και τα αστεία γίνονται κουραστικά.

24.00 “Danse Macabre” (Pedro Pires, Canada, 2009, 8.35’’)

Ο χορός των νεκρών. Της νεκρής για την ακρίβεια. Πολύ καλλιτεχνική, ίσως η μοναδική καθόλου αστεία ταινία της πρώτης μέρας του φεστιβάλ. Επιβλητική.

“El Monstro del Mar” (Stuart Simpson, Australia, 2010, 90’)

Η πολυαναμενόμενη ταινία της Παρασκευής, αν όχι όλου του διημέρου. Exploitation-rock n’ roll-επιστημονική φαντασία τρελού επιστήμονα και κορίτσια που καλό είναι να αποφεύγει κανείς αλλά και που είναι τόσο ελκυστικές και ακαταμάχητες για ανεξαιρέτως αγόρια και κορίτσια. Λένε ότι ο Ταραντίνο την έχει ήδη κλείσει για ριμέηκ. Αυτό τα λέει όλα.

All in all, πιάστηκε ο κώλος μας αλλά άξιζε τον κόπο. Αν την χάσατε την πρώτη μέρα αλλά σας αρέσουν τέτοιου είδους ταινίες, σας τις προτείνω όλες. Όποια βρείτε δείτε τη και κάντε μου και μένα μια κόπια για τη συλλογή μου.Διότι τέτοιες ταινίες δύσκολα βρίσκονται. Ευτυχώς που υπάρχουν και τα φεστιβάλ.

Και για να κλείσω, να σας δώσω και μια γεύση από τις ταινίες που είδαμε, να τι εντόπισα στο πολυαγαπημένο youtube:

Ναι, ναι!! Είναι το «breach», αυτή που μου άρεσε περισσότερο από όλες! Ελπίζω να την απολαύσατε όσο εγώ, να τρομάξατε όσο εγώ και να γελάσατε όσο εγώ!

Τυχαίες σκέψεις για τη φιλία και το παιδάκι που δεν ήξερε γι’αυτή.


Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα παιδάκι που δεν ήξερε τι πά’ να πει φιλία. Έκανε παρέα με άλλα παιδάκια, αλλά περιστασιακά και με κάποιο αντάλλαγμα. Τα σκασμένα όλο και κάτι του ζήταγαν για να το κάνουν παρέα. Το στυλό, τη γόμα, το αυτοκόλλητο, το κολατσιό. Στην αρχή το παιδάκι δεν έδινε σημασία, δεν το ενοχλούσε αυτό γιατί έκανε παρέα με τα άλλα παιδάκια και νόμιζε ότι είχε βρει φίλους επιτέλους. Με τον καιρό όμως κατάλαβε ότι αυτά τα παιδάκια δεν ήταν φίλοι του. Απλώς εκμεταλλεύονταν την καλή του προαίρεση. Κι έτσι αποφάσισε να μη μοιράζεται πια τα πράγματά του. Όταν τα άλλα παιδάκια κατάλαβαν τους σκοπούς του, σταμάτησαν να το κάνουν και παρέα. «Πα μαλ», σκέφτηκε το παιδάκι, «τι να τους κάνω τέτοιους φίλους, πφφφφ». Και έφυγε για να πάει γυμνάσιο.

Και στο γυμνάσιο το παιδάκι γνώρισε άλλα παιδάκια. Έκανε φίλους, κανονικούς αυτή τη φορά, που δε ζητούσαν κάποιο αντάλλαγμα, αλλά πάλι δεν ήταν ικανοποιημένο. Γιατί αυτοί οι φίλοι του δεν το καταλάβαιναν. Μίλαγε αυτό και εκείνα κουνούσαν το κεφάλι και μετά κοίταζαν αλλού. Αποφάσισε λοιπόν το παιδάκι να αναζητήσει αυτό που θα κάλυπτε το κενό της έλλειψης φίλων που να το καταλαβαίνουν. Χωρίς βέβαια να σταματήσει να είναι φίλος με τα παιδάκια του γυμνασίου. Στράφηκε λοιπόν, μόνο του, στη μ0υσική, το σινεμά και τα βιβλία. Και άρχισε να καλλιεργεί το μυαλό του και να γίνεται έξυπνο. Αποκτούσε γνώσεις που τα συνομήλικα παιδάκια δεν είχαν και απόψεις για θέματα που αυτά ούτε καν καταλάβαιναν. Οι φίλοι του συνέχισαν να είναι φίλοι του και συνέχισαν να μην το καταλαβαίνουν. Ήταν μόνο του παρέα με λίγους ανθρώπους ανάμεσα σε πολλούς ανθρώπους. Αλλά ακόμα του έλειπαν οι φίλοι που θα ήταν κανονικοί φίλοι και θα το καταλάβαιναν κιόλας. Γι’αυτό το παιδάκι πήγε στο Πανεπιστήμιο.

Εκεί πέρα το παιδάκι γνώρισε πάρα πολλά παιδάκια. Τόσα πολλά που έχασε το μέτρημα και τ’αβγά και τα πασχάλια και τον μπούσουλα. Αλλά πάλι δε μπόρεσε να βρει τον φίλο που τόσο αναζητούσε. Άλλωστε η αναζήτηση αυτή είναι σαν να ψάχνεις ψύλλο στ’ άχυρα. Πόσο μάλλον όταν δεν είναι λίγα αχυράκια αλλά ολόκληρη θημωνιά. Έτσι λοιπόν, το παιδάκι συνέχισε τη μοναχική του πορεία, έχοντας όμως πάντα δίπλα του αυτά τα παιδάκια που δεν το καταλάβαιναν αλλά ήταν ακόμα φίλοι του και πάντα δίπλα του. Γνώρισε και μερικά ακόμα τέτοια παιδάκια και τώρα έχει αρκετούς τέτοιους φίλους, που είναι κανονικοί φίλοι αλλά δεν το καταλαβαίνουν και όταν μιλάει το κοιτάζουν σαν εξωγήινο. Συνήθως το παιδάκι δεν το πειράζει που δεν το καταλαβαίνουν. Αλλά καμιά φορά, καμιά φορά λέω, το παιδάκι της ιστορίας μας έχει ανάγκη από κάποιο άλλο παιδάκι που θα το καταλάβει. Γιατί οι φίλοι που καταλαβαίνουν όχι μόνο για τι πράγμα μιλάς αλλά και γιατί το λες έτσι αυτό που λες και πώς προέκυψε καν να έχεις τέτοιες σκέψεις στο μυαλό σου είναι πιο σημαντικοί απ’τους απλούς. Είναι σπέσιαλ. Είναι με διπλή πίτα και απ’όλα. Είναι οικογειακό μέγεθος με μανιτάρια και πιπεριά και μπέικον.

Αλλά οι απλοί φίλοι, αυτοί που ποτέ δεν κατάλαβαν το παιδάκι, έχουν άλλη αξία. Το παιδάκι δεν το ξεχνάει αυτό. Γι’αυτό και συνεχίζει την αναζήτηση χωρίς να υποτιμά τα άλλα παιδάκια που είναι δίπλα του κι ας μην το καταλαβαίνουν.

Αν σας άρεσε αυτή η ιστορία και θέλετε να τη γυρίσετε ταινία στην Ελλάδα, παρακαλώ να τη σκηνοθετήσει ο Ρένος Χαραλαμπίδης, να είναι λόου μπάτζετ και να έχει σάουντρακ ροκ και μπλουζ ήχους. Μερσί εκ των προτέρων.

Χαζογκομενίαση.


χαζογκομενίαση (η) {-ης κ.-άσεως | -άσεις, -άσεων}  η τακτική νέων και μεγαλύτερων γυναικών κατά κύριο λόγο αλλά και αντρών να συμπεριφέρονται ως χαζογκόμενες. Σύνηθες χαρακτηριστικό η χαζοχαρουμενίαση, καθώς επίσης και οι απότομες συναισθηματικές εναλλαγές μεταξύ ευδιαθεσίας και μελαγχολίας αναλογικά με την αλληλεπίδραση με το πρόσωπο του εκάστοτε ενδιαφέροντος. Ενίοτε μπορεί να συνοδεύεται από τάσεις φυγής από την παρέα και αράγματος αποκλειστικά με το πρόσωπο του προαναφερθέντος ενδιαφέροντος. Κάποιος που χαρακτηρίζεται από χαζοχαρουμενίαση δεν είναι υποχρεωτικά και χαζογκόμενα. Είναι περαστική και δεν αφήνει κουσούρια. Μπορεί όμως να προκαλέσει σπάσιμο νεύρων στους περιβάλλοντες ανθρώπους του πάσχοντος. Επιπλέον παρουσιάζει σημαντικό κίνδυνο ρεζιλέματος και επίδειξης γελοιότητας. -Και που λες φταρνίζεται πάνω απ’το φαί και μετά σκαλίζει τη μύτη του -Αχ το γλυκούλι (χαρακτηριστική αντίδραση σε φάση χαζογκομενίασης για τον γλοιώδη τύπο) -Δεν έχει σταματήσει να μιλάει γι’αυτήν από τότε που τα έφτιαξαν -Χαζογκομενίαση έπαθε ο τυπος.

[ΕΤΥΜ. <γεν. ουσ. χαζογκόμενα, -ες>]

Και για να μην ξεφεύγω από το ύφος αυτού εδώ του ιστολογίου, η χαζογκομενίαση επεκτείνεται και κινηματογραφικά. Από τη μία έχουμε τον πάσχοντα από χαζογκομενίαση που δέχεται αδιαμαρτύρητα να δει όποια ταινία και αν προτείνει το αντικείμενο της χαζογκομενίασης του, ακόμα κι αν υπό κανονικές συνθήκες δεν θα την έβλεπε ούτε με σφαίρες. Από την άλλη έχουμε τις γνωστές χαζογκομενίστικες ταινίες. Οι ξένοι τις αποκαλούν «chic flicks», διότι υποτίθεται απευθύνονται κυρίως στο γυναικείο κοινό. Άλλο αν υπάρχουν και άντρες οι οποίοι να κάνουν για καινούρια ταινία με Gerard Butler ή Ewan McGregor ή έστω Jonathan Rhys Mayers.

Αγαπητοί αναγνώστες αν διαβάζοντας αυτό το κείμενο βρήκατε κοινά σημεία με την δική σας κατάσταση, μην ανησυχήσετε. Η χαζογκομενίαση θα φύγει με τον καιρό. Υπομονή κάντε και λίγο κράτει για να περιορίσετε στο μέγιστο τη γελοιοποίηση του εαυτού σας.

χαζογκομενίαση